Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Αρχαιολογικός Χώρος Ορχομενού


Με αφορμή την έναρξη των εργασιών ανάδειξης και προστασίας του αρχαίου θεάτρου του Ορχομενού που ξεκίνησαν την προηγούμενη εβδομάδα, ας θυμηθούμε λίγα πράγματα για τον Ορχομενό Βοιωτίας.
 
Αεροφωτογραφία αρχαιολογικού χώρου Ορχομενού Βοιωτίας, όπου διακρίνονται: ο θολωτός τάφος,  το αρχαίο θέατρο και ο βυζαντινός ναός της Παναγίας Σκριπούς

Όλγα Κυριαζή, Αρχαιολόγος Θ΄ΕΠΚΑ
(Χορηγικός φάκελος έργου)

Αρχαιολογικός χώρος του Ορχομενού
O αρχαιολογικός χώρος του Βοιωτικού Ορχομενού καταλαμβάνει την ανατολική απόληξη του Ακοντίου όρους και τις υπώρειες αυτού και εντοπίζεται στις παρυφές προς βορρά της εύφορης περιοχής της αποξηραμένης λίμνης Κωπαΐδας. Η αποξήρανση της λίμνης, ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους με τα μοναδικά στην προϊστορική περίοδο τεχνικά αποστραγγιστικά έργα, και η συνακόλουθη απόδοση στην καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων γης συνέβαλε στην ακμή του Ορχομενού.
Ο πλούτος και η φήμη του αποτυπώνονται στις αφηγήσεις του Ομήρου (Ιλ., Ι,379-382) αλλά και του Στράβωνα και του Παυσανία. Ο τελευταίος μάλιστα στα μέσα του 2ου αι. μ. Χ., είδε το «Θησαυρό του Μινύου» τον μνημειώδη θολωτό τάφο του 13ου αι. π.Χ. και θαύμασε τον τρόπο κατασκευής του, αντιπαραβάλλοντάς τον με τα κυκλώπεια τείχη της Τίρυνθας και τις πυραμίδες της Αιγύπτου (Παυσανίου, Βοιωτικά ΙΧ, 38).
Ο τάφος ήταν υπέργειος με δρόμο μήκους περί τα 30 μ. Η είσοδός του είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο, ύψους 5,46 μ. και πλάτους από 2,43μ-2,70 μ. , με το μονολιθικό υπέρθυρό της, μήκους περίπου 6 μ. και βάρους πολλών τόνων, να διατηρείται ακόμη σήμερα στη θέση του. Ο κυκλικός θάλαμος έχει διάμετρο 14 μ., όσο περίπου υπολογίζεται το ύψος της θολωτής οροφής, που ήταν κτισμένη κατά τον εκφορικό τρόπο. Στη βορειοανατολική πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός πλευρικός θάλαμος, ορθογώνιας κάτοψης και διαστάσεων 3,79μ.Χ 2,75μ.Χ 2,40μ.(ύψος), η οροφή του οποίου αποτελείται από τέσσερις ασβεστολιθικές πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες, ρόδακες και άνθη παπύρου. Τα τοιχώματα του τάφου καθώς και είσοδός του εσωτερικά αλλά και η είσοδος του πλευρικού θαλάμου ήταν διακοσμημένα με ένθετους χάλκινους ρόδακες, όπως μαρτυρούν τα υπολείμματα χάλκινων καρφιών μέσα σε οπές στους τοίχους.
Πρόσοψη του «Θησαυρού του Μινύου» (1894)

Ο τάφος συνέχισε να χρησιμοποιείται και μετά τη μυκηναϊκή εποχή, πρακτική που δεν είναι γνωστή για κανέναν άλλο τάφο της ίδιας περιόδου. Στο κέντρο του θαλάμου σώζεται μαρμάρινο βάθρο των ελληνιστικών χρόνων σε σχήμα Π, πάνω στο οποίο ήταν στημένα λατρευτικά αγάλματα θεοτήτων, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια χρησιμοποιήθηκε για τα αγάλματα ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Ο χώρος του Ορχομενού κατοικήθηκε ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους και στη συνέχεια καθόλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, όπως αποδεικνύεται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και την πλούσια κεραμική που προήλθε από τις ανασκαφές στην περιοχή περιμετρικά του θολωτού τάφου.
      Στα βορειοανατολικά του θολωτού τάφου, εντοπίζεται το θέατρο της πόλης του Ορχομενού των ιστορικών χρόνων, το οποίο κατασκευάστηκε αρχικά τον 4ο αι. π.Χ., ενώ στον χώρο που καταλαμβάνει σήμερα ο βυζαντινός ναός της Παναγίας Σκριπούς (874μ.Χ.), πιστεύεται ότι βρισκόταν το ιερό των Χαρίτων, προς τιμήν των οποίων τελούνταν στο θέατρο τα Χαριτήσια, μουσικοί, θεατρικοί και ποιητικοί αγώνες.
Στα βορειοδυτικά του θεάτρου και ψηλότερα πάνω στο λόφο σώζονται τα κατάλοιπα ναϊκών οικοδομημάτων που αποδίδονται από τους μελετητές στη λατρεία του Διονύσου και του Ασκληπιού. Ειδικά, για την περίπτωση του Ασκληπιείου έχει υποστηριχθεί ότι η αρχική φάση κατασκευής του χρονολογείται στον 6ο -5ο αι. π.Χ. ενώ μια δεύτερη φάση του ανήκει στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.
Σε καλή, κατά τόπους, κατάσταση σώζεται και η οχύρωση της πόλης του 4ου αι. π.Χ., η οποία ενισχύθηκε και επεκτάθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας μετά τη νίκη το 338 μ.Χ. στη μάχη της Χαιρώνειας εναντίον του συνασπισμού των Θηβαίων και Αθηναίων. Από αυτήν τη φάση ανακατασκευής του τείχους δεσπόζει ακόμη και σήμερα στην ψηλότερη κορυφή του Ακοντίου όρους, πύργος χτισμένος κατά το ισόδομο σύστημα, στον οποίο καταλήγει το δυτικό άκρο του οχυρωματικού περιβόλου που περικλείει την ακρόπολη στην βόρεια πλευρά της.

Το ιστορικό των ερευνών
Η αναφορά του Ορχομενού στις αρχαίες πηγές ώθησε τους ξένους περιηγητές (Clarke, Dodwell, Leake και Cockerell) των αρχών του 19ου αι. να επισκεφθούν το χώρο, οι οποίοι βρίσκουν τη θόλο του τάφου να έχει καταρρεύσει και να καλύπτεται από μεγάλες επιχώσεις. Την περίοδο 1880-81 ο χώρος του Ορχομενού ερευνάται από τον Ερρίκο Σλήμαν, ο οποίος αρχικά ανασκάπτει το θολωτό τάφο και το πλευρικό θάλαμό του, που ήταν συλημένος ήδη από την αρχαιότητα και στη συνέχεια ανοίγει τάφρους στα βόρεια του θολωτού τάφου, όπου διαπιστώνει την ύπαρξη προϊστορικής εγκατάστασης απ’ όπου προήλθε η χαρακτηριστική κίτρινη και γκρίζα μεσοελλαδική κεραμική, που ονομάστηκε από τον ανασκαφέα μινυακή.
Ο Σλήμαν επανέλαβε την έρευνα στον Ορχομενό το 1886. Αργότερα στα 1893-94 ο Α. de Ridder πραγματοποίησε ανασκαφές στην περιοχή του Ασκληπιείου στα Β5 του Θολωτού τάφου, ενώ ο Γ. Σωτηριάδης εντόπισε και ερεύνησε έναν υστεροελλαδικό τύμβο στο χώρο των τομών του Σλήμαν. Εν συνεχεία η Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών κατά τα έτη 1903 και 1905 διενήργησε συστηματική ανασκαφή συνεχίζοντας τις προηγούμενες έρευνες. Τότε αποκαλύφθηκε ο σημαντικός προϊστορικός οικισμός του Ορχομενού και επιπλέον ανασκάφηκε η επίχωση πάνω από τον πλευρικό θάλαμο του θολωτού τάφου, η οροφή του οποίου παρέμενε ακόμη βυθισμένη. Η αναστήλωση της οροφής του πλευρικού θαλάμου πραγματοποιήθηκε το 1914 από τον αρχιτέκτονα- αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο.
Οι ανασκαφές στην περιοχή του Ορχομενού επαναλήφθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από την Θ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και τότε αποκαλύφθηκε το αρχαίο θέατρο του 4ου αι. π.Χ., που βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τον θολωτό τάφο. Κατά τις ίδιες ανασκαφές αποκαλύφθηκαν στα βόρεια του θολωτού τάφου, στην περιοχή του θεάτρου, τάφοι του 16ου – 15ου αι. π.Χ. σύγχρονοι με τους τάφους των Ταφικών Κύκλων Α και Β των Μυκηνών καθώς και μυκηναϊκό κτήριο, απ’ το εσωτερικό του οποίου προήλθαν χάλκινα όπλα. Εικάζεται ότι το κτήριο αυτό σχετίζεται με την ανακτορική εγκατάσταση της ίδιας περιόδου.
Όντως, εντός του περιβόλου του ναού της Σκριπούς και έμπροσθεν (δυτικά) αυτού ερευνήθηκαν τα θεμέλια ενός κτηρίου της μυκηναϊκής εποχής με πολλά σπαράγματα τοιχογραφιών με παραστάσεις κυνηγιού και αθλοπαιδιών.

Το θέατρο του Ορχομενού Βοιωτίας
Το θέατρο, είναι κτισμένο μέσα στην τειχισμένη ακρόπολη του 4ου αι. π.Χ. και βρίσκεται ανάμεσα στο θολωτό τάφο και το βυζαντινό ναό της Σκριπούς. Η πρώτη κατασκευή του τοποθετείται χρονολογικά στην ελληνιστική περίοδο και συγκεκριμένα στον 4ο αι. π.Χ. και ενδεχομένως συνδέεται με την εποχή επέκτασης των τειχών της πόλης από τους Μακεδόνες, μετά την επικράτηση του Φιλίππου Β΄ Μακεδονίας στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ή μετά την καταστροφή των Θηβών το 335 π.Χ., οπότε ο Ορχομενός ανταμείφθηκε από τους Μακεδόνες για τις υπηρεσίες του στην εκπόρθηση της αντίζηλης πόλης.


 Το θέατρο αποτελείται από ενιαίο κοίλο χωρίς διαζώματα και οι βαθμίδες για τα ειδώλια των θεατών είναι εν μέρει λαξευμένες στο φυσικό βραχώδες πρανές του Ακοντίου και εν μέρει έχουν κατασκευαστεί από τεχνητές επιχωματώσεις. Στο θέατρο εκτός από τους μουσικούς αγώνες προς τιμήν των Χαρίτων, του Δός Ομολωίου και του Διονύσου, όπως προκύπτει από τις επιγραφές που έχουν βρεθεί στην περιοχή του θεάτρου, πραγματοποιούνταν και οι συγκεντρώσεις των συμμαχικών πόλεων του Κοινού των Βοιωτών μετά την προσωρινή μεταφορά της έδρας του στον Ορχομενό, το 335 π.Χ., όταν η πόλη της Θήβας ισοπεδώθηκε από το στρατό του Αλεξάνδρου ως τιμωρία για την αποστασία της κατά της μακεδονικής φρουράς. Η σημερινή μορφή του μνημείου είναι το αποτέλεσμα συνεχών ανακατασκευών και προσθηκών που έλαβαν χώρα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου χρήσης του. Η πρώτη ανακατασκευή του χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. ενώ η τελευταία εκτιμάται ότι έγινε τον 1ο αι. μ.Χ. 8στόσο το θέατρο παρέμεινε σε χρήση έως και ύστερους χρόνους όπως συνάγεται από την πρόχειρη επισκευή των κλιμάκων στο ανώτερο τμήμα του κοίλου. Μετά τον 3ο αι. π.Χ., στο θέατρο πραγματοποιούνται εργασίες και προσθήκες μεγαλύτερης κλίμακας, Συγκεκριμένα, τότε η είσοδος της βόρειας παρόδου μνημειοποιείται με την κατασκευή διπλού ανοίγματος ενώ στο βόρειο άκρο του θεάτρου δημιουργείται διπλή κλίμακα που οδηγούσε τους θεατές στα ψηλότερα σημεία του κοίλου. Το κοίλο έχει εσωτερική διάμετρο 39 μέτρα περίπου και αποτελείται από δώδεκα σειρές εδωλίων από πωρόλιθο. Μεταξύ των εδωλίων παρεμβάλλονται εννέα κλίμακες από σκληρό ασβεστόλιθο, οι οποίες χώριζαν το κοίλο σε οκτώ κερκίδες. Το κοίλο ήταν στραμμένο προς τα νοτιοανατολικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός κατά χώραν αρχιτεκτονικών στοιχείων, που προέρχονται από το σκηνικό οικοδόμημα (scaenae frons) και του προσκηνίου και μπορούν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της εικόνας της ανωδομής της σκηνής, αν και πολλά δομικά στοιχεία της χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του βυζαντινού ναού της Σκριπούς. Το προσκήνιο έφερε κιονοστοιχία δωρικών ημικιόνων στην πρόσοψη και στο επιστύλιο πάνω από αυτό υπήρχε επιγραφή με αφιέρωση στις Χάριτες.
Πάνω από το προσκήνιο βρισκόταν το λογείον, ο χώρος όπου κινούνταν οι ηθοποιοί. Από τη πίσω πλευρά του λογείου, όπως φαίνεται από τους τοίχους της σκηνής που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή του 1972, ξεκινούσε το σκηνικό οικοδόμημα (scaenae frons), το οποίο είχε στην πρόσοψη θυρώματα. Στη ρωμαϊκή περίοδο κατασκευάστηκε με αρχαιότερο οικοδομικό υλικό υπερυψωμένο λογείο. Στην παρυφή της ορχήστρας διατηρούνται τα έδρανα της προεδρίας προς τιμήν των Χαρίτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

συνολικες επισκεψεις