Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Αράχωβα: Μεταξύ ρόδου και ξίφους.


Την Αράχωβα είναι πολύ εύκολο να τη λατρέψεις. Όσο εύκολο είναι και να τη μισήσεις. Να την κατηγορήσεις ότι σε απογοήτευσε. Σαν μια μοιραία γυναίκα, που (θεωρείς ότι) έκανε ό,τι μπορεί για να σε ξελογιάσει, κι αφού τα κατάφερε την είδες με έναν άλλο. Μπορεί να μη φταίει εκείνη, να την παρεξηγείς, να μην είναι αυτό που νομίζεις. Σημασία έχει ότι εσύ απογοητεύτηκες.



Απογοητεύτηκες που άφησε να την αλώσει το trend του χειμερινού τουρισμού, που επέτρεψε τα στενά δρομάκια της να καταληφθούν από ογκώδη μαύρα τζιπ με μαύρα παράθυρα, που θυσίασε το χρώμα της στο βωμό της αστραφτερής βιτρίνας ενός ακριβού μαγαζιού –το οποίο μετά έγινε δύο, μετά τρία, μετά δέκα…
Απογοητεύτηκες τόσο, που είπες θα την απαρνηθείς. Δε θα ξαναπάς. Θα την αφήσεις στους νέους της φίλους. Όχι ότι είναι εύκολο. Την ονειρεύεσαι κάθε βράδυ.


Ονειρεύεσαι ότι την αντικρίζεις από την τελευταία στροφή του δρόμου καθώς πλησιάζεις με το αυτοκίνητο, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του λόφου, με τις πέτρινες καμινάδες της να αχνίζουν, κι ο καπνός να ελίσσεται ανάμεσα σε κόκκινες κεραμιδοσκεπές, πριν ανακατευτεί με τα σύννεφα που χαμηλώνουν για να τη σκεπάσουν.


Ονειρεύεσαι ότι αφήνεις το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και περπατάς στον κεντρικό δρόμο, ανάμεσα σε μαγαζάκια με παραδοσιακά προϊόντα, χειροποίητες χυλοπίτες και κατάλευκη φορμαέλλα. Ότι πιάνεις κουβέντα με τους ντόπιους. Ότι κάνεις στάση για αχνιστό, μυρωδάτο ελληνικό καφέ σε ένα μικρούλι, ζεστό café με ξύλινο πάτωμα και αναμμένο τζάκι. Ότι οι τελευταίες jazz νότες του soundtrack που έπαιζε συνοδεύουν τα βήματά σου, καθώς στρίβεις σε ένα λιθόκτιστο σοκάκι κι αρχίζεις να ανηφορίζεις ανάμεσα σε παραδοσιακά πέτρινα σπίτια με βαριές ξύλινες πόρτες.


Άλλο όνειρο. Σε ξυπνά μια αυθάδικη ηλιαχτίδα που βρήκε τρόπο να παρακάμψει τα λευκά κεντητά κουρτινάκια του παράθυρού σου. Σηκώνεσαι και το ανοίγεις. Τινάζεις το χιόνι που έχει κουρνιάσει στο περβάζι, ίσα ίσα για να στηριχτείς και να κοιτάξεις έξω. Μυρίζεις στον αέρα ξύλο που καίγεται. Ίσως και μια υποψία κάστανου. Αφουγκράζεσαι την πιο όμορφη σιγή, αυτή που δημιουργεί το χιόνι.
Αφήνεις το βλέμμα να περιπλανηθεί σε ένα κατάλευκο τοπίο. Το χιόνι σχηματίζει αφράτα τετραγωνάκια στις στέγες των σπιτιών, έτσι όπως έχει στρωθεί ανάμεσα στα κεραμίδια. Τα σύννεφα έχουν χαμηλώσει τόσο, που νομίζεις πως αν απλώσεις το χέρι θα πιάσεις ένα και θα το φέρεις μέσα στο δωμάτιο. Και θα το στρώσεις για χαλάκι, δίπλα στο κρεβάτι. Τα βουνά απέναντι μόλις που διακρίνονται, πίσω από αραχνοΰφαντες κουρτίνες ομίχλης.


Ντύνεσαι ζεστά. Η εξώπορτα έχει ένα χαλάκι που μοιάζει πολύ με εκείνο το συννεφένιο που σκεφτόσουν. Μόνο που αυτό εδώ είναι από χιόνι. Το πρώτο βήμα στο χιονο-χαλί είναι διασκεδαστικό. Και το δεύτερο. Και το τρίτο. Ανεβαίνεις σκαλάκια, άπειρα, διακόσια εξήντα τέσσερα. Από κάπου ακούγεται πάλι ένα jazz tune. Καταλήγεις στον Άη-Γιώργη, τον προστάτη της Αράχωβας. Στη βυζαντινή εκκλησία του, χτισμένη το 1833, με το άλλο πέτρινο ρολόι. Το πρώτο, το διάσημο, βρίσκεται κάτω, το βλέπεις από τον κεντρικό δρόμο, σε ένα λοφάκι ολόδικό του, μόνο του. Από την πλατεία βλέπεις όλο το χωριό. Τυλιγμένο στην πάχνη.


Στέκεσαι λίγο και χαζεύεις τη θέα. Περπατάς προς το κανόνι. Το λάφυρο της ιστορικής μάχης της Αράχωβας, του 1826, που αναβιώνει κάθε άνοιξη, στη γιορτή του προστάτη του χωριού. Πανηγυράκι το λένε. Δίπλα του το μνημείο του Καραϊσκάκη, του αρχιστράτηγου της μάχης. Κι οι ιστορικές πολεμίστρες. Μια νιφάδα έρχεται σιωπηλή και κάθεται πάνω στο κανόνι. Άλλη μία χαϊδεύει τη μύτη σου. Ξυπνάς.

Δεν έχει τζάκι το δωμάτιο, δεν έχει ηλιαχτίδα να μπαίνει από το παράθυρο, δεν έχει χιόνι στο περβάζι.



Δεν είναι ότι δε θέλεις να ξαναπάς. Είναι ότι τα ομορφότερα μέρη τα χαλάει ο μαζικός τουρισμός. Το πιστεύεις αυτό. Εσύ θέλεις αυθεντική ατμόσφαιρα χωριού, θέλεις ζεστή σοκολάτα πίσω από την τζαμαρία του café στην κεντρική πλατεία, τζάκι αναμμένο, χιόνι που τρίζει κάτω από τα βήματά σου στα σοκάκια της. Εκείνη θέλει πολυκοσμία, θέλει nightlife, θέλει celebrities, θέλει κοσμική ζωή. Δεν ταιριάζετε, τι να κάνουμε τώρα;


Αυτό μπορείς να της το συγχωρέσεις. Εκείνο που δε θα δεχτείς ποτέ είναι ότι επέτρεψε η ομορφιά της, η πηγαία, να μπει σε δεύτερη μοίρα. Δεν έφερε καμία αντίρρηση όταν άρχισε να θεωρείται πιο σημαντικό το να πας για να σε δουν από το να πας για να τη δεις. Πούλησε την αυθεντικότητά της για μια θέση στα κοσμικά σαλόνια που τόσο της άρεσαν. Πωλείται η αυθεντικότητα;


Αν δεχόσουν να επιστρέψεις, θα σε έπαιρνε από το χέρι για να σε ανεβάσει στο Κωρύκειον Άντρο, το μαγικό αυτό σπήλαιο με τους πανάρχαιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες του, που οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οδηγεί στον Άδη. Μετά θα σε ξεναγούσε στις χιονισμένες κορυφές του Παρνασσού. Όχι, όμως, την ώρα που ανεβαίνουν όλοι για σκι. Θα σε ξυπνούσε αξημέρωτα, για να ανέβετε στην ψηλότερη κορυφή του βουνού, τη Λιάκουρα, και να δείτε τον ήλιο να αναδύεται κάτω από τα πόδια σας, από τα βάθη του Αιγαίου.


Θα κατεβαίνατε μετά πάλι κάτω, στο χωριό, και θα παίρνατε το δρόμο που οδηγεί προς τους Δελφούς. Θα σταματούσατε για λίγο εκεί που βρίσκεται η μαρμάρινη προτομή του Καραϊσκάκη. Θα έβγαινες από το αυτοκίνητο, θα άφηνες το βλέμμα να περιπλανηθεί στην απεραντοσύνη της δελφικής κοιλάδας και στα επιβλητικά βουνά που την κυκλώνουν. Θα κοιτούσες πίσω, τα πέτρινα σπιτάκια με τα κόκκινα κεραμίδια να ισορροπούν στα γόνατα του Παρνασσού, εκεί που ο ουρανός χαμηλώνει για να συναντήσει τη γη. Και θα συνειδητοποιούσες ότι η αυθεντικότητα μπορεί να κρύβεται, αλλά δεν πωλείται. Σε καμία τιμή.
Μετά θα συνέχιζες, για τους Δελφούς.



Πού θα μείνετε
Το πρόβλημα που θα έχετε να αντιμετωπίσετε κατά πάσα πιθανότητα είναι το πού δεν θα μείνετε. Οι επιλογές είναι αμέτρητες, κάθε χρόνο προσθέτονται και νέες, και οι φήμες που κυκλοφορούν ότι δεν υπάρχουν low budget λύσεις είναι απλά… φήμες......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

συνολικες επισκεψεις