Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Η ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΣΣΑ ΜΑΝΑ !


ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΤΗΝ ΔΕΚΑΤΙΑ ΤΟΥ 60
(Η ΦΩΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗ)
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟΝ Κ.ΙΩΑΝΝΗ ΛΟΥΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 14σελιδου ΕΡΓΟΥ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
       Ήσαντε , που λες φίλε μου,
και κάποιες μέρες ανάπαψης, και σκόλης, ´κείνα τα δύσκολα
      τα χρόνια του ’50-55,                               
 και οι πιότεροι από μας, του πάνω μαχαλά, άντρες, γυναίκες
 και παιδιά, φορώντας τα καλά μας τα σκουτιά, κατεβαίναμε
 στης ΄΄λάκκας΄΄ τη μεγάλη την πλατεία. Εκεί που ο μεγάλος καφενές
 του Δημητρά, κάτω από μια θεόρατη μουριά, ψηλόκορμη και μια
 καινούρια κομπανία που έπαιζε τραγούδια Ογρωπαϊκά!


 ΣΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ ΣΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΛΑΚΚΑ.
(Συλλογή Λ.Παπαλεξανδρή)
     Πρωτάκουστα
     πολλά απ’ αυτά εκείνον τον καιρό,
μα έλα όμως που πολύ αρέσανε στα μέσα μας, και πίνοντας
τη μπύρα μας απ’ τα μεγάλα πρασινωπά μπουκάλια, αλλάζαμε
 κουβέντες, όνειρα, σκαρώναμε παρζακανιές, ερχόμασταν
και πιο κοντά, μ’ όλους, τους άλλους συντοπίτες μας  του κάτω
 μαχαλά!

     Ήταν η εποχή που περιχούλιαζαν τ’ Αμερικάνικα
 δολλάρια του σχεδίου ΜΑΡΣΑΛ, ανοίγαν και του ΤΡΟΙΖΙΝΙΚΟΥ
το τουνέλι, και λίπωσε του κόσμου και της αργατιάς τις τσέπες
ο παράς!
ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΖΟΙΝΙΚΟΥ
(ΑΠΟ ΛΟΥΚΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗ)

     Θυμάμαι λοιπόν κάποια βραδιά Δεκαπενταύγουστου,
 μέρα γιορτής της ΠΑΝΑΓΙΑΣ, σεργιάνισε από νωρίς ο κόσμος
 στ’ ΄΄αλώνια΄΄, στο παζάρι, της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ανήμερα, και κάθε χρόνο
 γινότανε κι αυτό, και στο κατόπι όλοι αγάλι-αγάλι συνάζονταν
 με τέμπο στην απλωσιά της ΄΄λάκκας΄΄ .
     Θα’ταν, που λες, κοντά η ώρα δέκα όταν τιγκάρισε ο τόπος
κι αρχίνισαν οι μουζικάντηδες κάτω απ’ τη μουριά, και τις
 φωτοσυρμές.

     Και πήγαινε με γλύκα η μουσική,
     απίθωναν καλούδια τα γκαρσόνια στα τραπέζια,
     ευχάριστα ακούγονταν του κόσμου η χλαλοή,
     πασπαλισμένη από φωνές παιδιών και γέλια,
     και στο μικρό, το τσιμεντένιο ΄΄αλώνι΄΄ της πλατείας,
     θρασεύανε χαρούμενα και ρυθμικά, αγόρια και κορίτσια!

     Τότενες, εκεί,
     Πρωτόδα φίλε μου, Μάνες μπροστάρισες της παράδοσης,
και του Δημοτικού χορού, και τραγουδιού,
     να τα χορεύουνε κι αυτές, εκείνα τα Ογροπαϊκά
και τα παράξενα, κι…απόρησα!
     Όμως
     τότενες δεν ήξερα, δε φανταζόμουνα πως κάποιες φορές
άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, είναι αυτοί που κάνουνε στη ζωή
 τη διαφορά!
     Δεν το χώραγε το φεγγί μου
     πως η γυναίκα, η Μάνα η Αραχωβίτισσα, ήταν τα χρόνια
 εκείνα από την εποχή πιο μπροστά!

     Η Μάνα
     αυτή που μεγαλώνει και προκόβει στην πέτρα, και στη
σκληρή του τόπου της γωλογία!
     Στου Παρνασσού τα τσελιγκάτα, στον αργαλειό, στην αμπελιώνε
τις ανηφοριές, στις χειμωνιάτικες κι ευλογημένες τις ελιές!
ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΣΣΕΣ ΣΤΗΝ ΒΡΥΣΗ
(ΑΠΟ ΛΟΥΚΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗ)

     Αυτή
     που απ’ την πανάρχαια νύχτα άντε και να βυζάξει,
να μεγαλώσει τα παιδιά,
     να’χει του αντρός της την έγνοια, το σεβντά,
     την Κυριακή να τα έχει όλα έτοιμα, να πάει στην εκκλησιά,
     να σφίξει την καρδιά και το τσεμπέρι της, ν’ αντέξει στις στερήσεις,
     αξιαζούμενη, μονάχη της να πλέξει την κοτσίδα της,
     να βάνει γιασεμόλαδο,
     να στολιστεί, να σύρει το χορό στην τοπική γιορτή του Άϊ-Γιώργη,
     να μάθει στα παιδιά της πως πάνω απ’ όλα η Πατρίδα,
     και η τιμή, το σέβας, στα όπλα τους τα πατρικά!

     Η Μάνα η Αραχωβίτισσα
     που όταν στον τρόγυρο βουλιάζουν οι καιροί,
     χανόντουσαν στον πόλεμο οι άντρες
     μαυρολογούσε η καρδιά της, πεινούσαν τα παιδιά,
     στον αργαλειό της μπήκε, κι αγάλι-αγάλι
     με ίδρο και με αίμα,
     με πληγωμένα όνειρα, κι απαντοχή περίσσια,
     συνταίριαξε τη ζωή στο σπιτικό της, με τα απλά, τα χρειαζούμενα,
     και ύφανε το χράμι της ελπίδας!





     Κι αν κάποτε
     Ο φόβος φώλιασε στα σώψυχά της,
     δεν ήτανε για το φτωχό της το κορμί,
     μονέ για τα παιδιά της!
     Γι αυτό
     και μέτρησε του Παρνασσού βραχοσπηλιές, λαγούμια, καταράχια,
     όταν ακούστηκε πως έρχεται η Τουρκιά,
     κατά πως γράφει ο Αινιάν, γραμματικός του Καραϊσκάκη…
     Όταν κατοπινοί
     οχτροί περάσανε, κόψανε το χωριό και φύγανε με βιά…
     Όταν τα όπλα
     πήρανε οι γιοί της, και ανεβήκαν στα βουνά…
     Κι αυτή από κοντά,
     μ’ απαντοχή, μ’ αποκοτιά, το που μπορούσε να προσφέρει,
     και ας χανότανε γι αυτό που λέμε Λευτεριά!
    
        Αχ, Μάνα Αραχωβίτισσα!
        χαίρε με την αγέρωχη κι αστέρινη φτιασιά σου,
        τα λόγια τα γλυκά στα χείλια σου,
        την Παναγιά στα βάθη της καρδιάς σου!
        Χαίρε των ομματιών και της καρδιάς μου
        εικόνα, κόρη Θεού, γυναίκα περήφανη και τρυφερή,
        ρίζα, τροφός, του νου και του κορμιού μου
        γιορτή των χρυσανθέμων, της άνοιξης γλυκειά φωνή!

        Κι αν σε ξεχάσουν οι σκληροί καιροί,
        αν σε ξεχάσουν όλοι και όλα προς στιγμή,
        εγώ μέσα στους δύσκολους τους δρόμους,
        θα ξέρω, πώς η ανασαιμιά μου δική σου ελπίδα και ευχή!


        Θα ξέρω, πως έχεις ΄΄φεύγοντας΄΄ αφήσει,
        Στον Παρνασσό για το κορμί μου μια Ιθάκη!
        Μπορεί και στης Αρτέμιδας τον άφθαρτο δρυμό
        ή στου Πλειστού το φάραγγα, ένα κρυφό γιατάκι!

        Αυτό μ’ απαντοχή κι επιμονή θα ψάχνω,
        μέσα στου Φοίβου το ναό, στη σκήτη των Αγίων,
        στου Αιόλου τον ύπνο, το θυμό και τον ΄΄κατεβατό΄΄
        στα στίφη που περνάνε των μυρίων!

         Κι αν κάποιοι πουν πως ειν’ το μπόι σου μικρό,
         μέσα στις τόσες αλλαγές του σήμερα, και στο κακό
         Μην τους ακούς!
         Ύμνος η παρουσία σου, μα και Θεού Δοξαστικό!

        Χαίρε Μάνα Αραχωβίτισσα, όψη γλυκειά και πονεμένη,
        Ασημοκάντηλα σου πρέπουν κι ολόχρυσο ΄΄αλώνι΄΄,
        την κρινομάγουλη κι ασπρόμαλλη μορφή σου,
        φως της Αράχωβας λαμπρό, να τηνε στεφανώνει!

Χρήστος Ε. Μαυρόπουλος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

συνολικες επισκεψεις