του Γιώργου Δομιανού απ΄το http://nomanual.gr/
Παιδάκι 5 χρονών, στους αμπελοκήπους, στο διαμέρισμα δίπλα στον παππού να βλέπω τον Καραμανλή μέσα σε λαοθάλασσες. Η τηλεόραση μαυρόασπρη. Μαυρόασπρες και οι μέρες τότε, μέσα στα γκρι και ήδη καρβουνιασμένα σπίτια μιας τάξης που ήθελε να γίνει αστική μα την κορόιδεψαν στη μέση της διαδρομής.
Και ύστερα άλλες λαοθάλασσες με πράσινους ήλιους (είχαμε πάρει έγχρωμη τηλεόραση) ο Παπανδρέου να σηκώνει το χέρι του και ο κόσμος να τον φιλά να κολλάει στα καπό αφίσες με το πρόσωπο του και ο παππούς μου που ήταν δεξιός (αλλά αγόραζε “τα νέα” τότε) να λέει πως “κάτι θα κάνει αυτός, δεν μπορεί” (ναι, δεν μπορεί) και έμπαινε και λίγο χρώμα στην ζωή.
Και ύστερα πρώτη χρονιά λυκείου, στις πρώτες καταλήψεις ανεβασμένος στα τοιχάκια του πολυκλαδικού με ένα χάρτινο περιβραχιόνιο που έγραφε ομάδα περιφρούρησης να κοιτάω τους μπάτσους με τα πολιτικά και να τους πετάω μαζί με την εφηβική μου αναίδεια και το εφηβικό μου τσιγάρο και να γελάω και να σκέφτομαι: νοιώθω γεμάτος χρώματα και νοιώθω “θα νικήσω”.
Και ύστερα στην τελευταία τάξη, κρυφές αφισοκολλήσεις, ναι, είμαστε αριστεροί, έχουμε χρώματα στα μάτια μας και είμαστε και νέοι και θα νικήσουμε.
Και ύστερα σχολή δημοσιογραφίας, καθηγητής ο Κομίνης, καθηγητής ο Ραφαηλίδης – αχ, να είχα μυαλό τότε, απλά να τους φίλαγα τα χέρια και τη σκέψη τους.
Και ύστερα συνασπισμός και τρέξιμο και γέλιο και ναι, είμαστε ψηλά, τα χρώματα εκτοξεύονται πάνω από την πόλη.
Και ύστερα διάσπαση και πάλι δεξιά και το αυτί στο ραδιόφωνο, να ακούς για τον Κατσίκη, να ακούς την Μητσοτάκη που έγινε Μπακογιάννη μόλις είδε το αίμα. Αλλά έβαζα τα χέρια στις τσέπες και έβγαζα αναπτήρες και χρώματα.
Και ύστερα φαντάρος, και κρύο και ζέστη και μαυρίλα και γλείψιμο, να ησυχάσω να βγάλω τη στολή, να δείξω πόσα χρώματα έχω μέσα μου.
Και ύστερα δουλειά και έρωτες, ταξίδια, καλοκαίρια, πίκρες και χαρές όλες γεμάτες χρώματα.
Και ύστερα παιδί αλλά όλα καλά, ευημερία πλαστή – μα έλα που δεν ήξερα το “πλαστή” με τούτη την έννοια.
Και ύστερα πάλι δουλειά και πάλι έρωτες και μουσικές και άλλο παιδί και αγόραζα αποθήκες μέσα στο μυαλό μου να τις γεμίσω με τα χρώματα.
Και ύστερα πάλι Καραμανλής και σεμνά και ταπεινά και εικόνες του Ρουσόπουλου στον ύπνο μου, να μπαίνει, να μου παίρνει σιγά-σιγά τα χρώματα.
Και ύστερα Παπανδρέου πάλι και τα βράδια να ονειρεύομαι ότι πρέπει να φυλάω τα χρώματα μου, γιατί αυτού το μάτι αλλιώς μιλάει από ότι το στόμα του.
Και ύστερα, ένα πρωί τέλος τα χρώματα. Μου μάθανε την λέξη “πλαστή” από πρώτο χέρι, όχι πως δεν το ήξερα, αλλά αλλιώς διαβάζεις και αλλιώς ζεις. Με πήρε η μηχανή του χρόνου και με πήγε στις γειτονιές τις γκρι τις πιο καρβουνιασμένες. Χωρίς χρώματα στα μάτια, στο κεφάλι, στο σώμα.
Και ύστερα διαβάσματα και συναντήσεις και ύστερα Σύνταγμα και κόσμος και πρόσωπα και κλάσματα δευτερολέπτων που ξανάβλεπα τα χρώματα.
Και ύστερα δακρυγόνα και φωνές και “πρόσεχε μην πας εκεί” και “βοήθησε με”. Και ύστερα φίλοι και λες την λέξη “σύντροφος” και δε ντρέπεσαι και ναι, είμαι πιο άνθρωπος από ποτέ, κοιτάω αλλιώς τον διπλανό μου, τον κοιτάω δηλαδή, γιατί παλιά δεν τον κοίταζα.
Και ύστερα περνάν οι μέρες και τώρα που κοιτώ τους διπλανούς μου, τους ρωτάω μήπως έχουν δει τα χρώματα και με ρωτάνε “τι σημαίνει χρώματα;” Δεν ξέρουν τα χρώματα, δεν τους τα έχουν μάθει.
Δεν αντέχω αυτό το τρέξιμο ζωής να το κάνω μέσα στα ασπρόμαυρα. Δεν γίνεται να μην έχουν δει τα χρώματα ποτέ οι περισσότεροι. Να μην νοιώθουν πως θα νικήσουν.
Άκου να δεις: Έχω ένα σχέδιο μεγάλο. Ένα από τα επόμενα βράδια θα μπω στα όνειρα τους και θα τα κάνω εφιάλτες. Θα πάρω τα χρώματα μου πίσω. Και το πρώτο που θα κάνω, θα είναι να τα δείξω στους περαστικούς.
Γιατί οι γαμιόληδες που με τάιζαν εθνική δόξα για 190 χρόνια, αυτό μονάχα το κακό μου κάνανε. Μου πήραν τα χρώματα που έτυχε να έχω.
Δεν με νοιάζουν τα λεφτά, θα δουλέψω, θα κάνω τα πάντα για να μεγαλώσω αυτούς που πρέπει να μεγαλώσω. Τα χρώματα με νοιάζουν.
Αυτά δε μπορώ να τα αγοράσω για να τα δώσω στα παιδιά μου. Ούτε το “θα νικήσουμε” αγοράζεται. Αυτά πρέπει να πάρω πίσω.
Και θα τον βρω τον τρόπο.
Θα τα πάρω πίσω, και θα τους αφήσω εκεί.
Κενούς.
Ανάξιους.
Να πάρουν τους ρόλους, που τους πρέπει.
Και εμείς απλά θα επαναδιαπραγματευτούμε την έννοια “εξουσία” με τα λεξικά.
Και εμείς θα βλέπουμε πάλι έγχρωμα – και αυτοί που δεν βλέπανε ακόμα.
Δε με νοιάζει μόνο να αγωνιστώ.
Με νοιάζει να νικήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου