Από τον ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ
Ο ξαφνικός θάνατος ενός γνωστού σε όλο τον κόσμο Έλληνα σκηνοθέτη θα ήταν έτσι κι αλλιώς οδυνηρός - ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο θάνατος τον γράπωσε σε ώρα δουλειάς, δηλαδή με όλες τις δυνάμεις του αφιερωμένες σε έναν δημιουργικό σκοπό. Όμως ο θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου φαντάζει ακόμα πιο άδικος και αδικαιολόγητος στις άσχημες στιγμές που ζούμε, και που τόση ανάγκη έχουμε από μια πνευματική ανάταση, από δημιουργικότητα, από αισιοδοξία.
Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του για το έργο του Αγγελόπουλου. Κι όλοι κατά καιρούς έχουμε κάνει κριτική σε κάποιο έργο του ή έχουμε δυστροπήσει με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του - τους αργούς ρυθμούς του, τις συχνά αβάσταχτες σιωπές του. Όλοι όμως επίσης έχουμε μείνει έκθαμβοι από την ομορφιά των εικόνων του, τη δύναμη της κινηματογραφικής του ματιάς, όλοι έχουμε αντιμετωπίσει τις ταινίες του με σεβασμό, ακόμα κι όταν δεν μας άρεσαν. Διότι ο Αγγελόπουλος είχε όλα τα χαρακτηριστικά του σπουδαίου καλλιτέχνη: την προσωπική ματιά, την ιδιαίτερη γλώσσα, την ικανότητα να αφουγκράζεται πράγματα που δεν αφουγκραζόμαστε όλοι, τον δημιουργικό οίστρο.
Ουδείς προφήτης στον τόπο του; Νομίζω πως αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή του. Σίγουρα τις πιο σημαντικές και εγκωμιαστικές κριτικές ο Αγγελόπουλος τις είχε στο εξωτερικό. Εκεί, στις μεγάλες αγορές του κόσμου, ο Αγγελόπουλος μπόρεσε να επιβάλει την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, τη δική του άποψη. Με μια επιτυχία που ελάχιστοι Έλληνες μπόρεσαν να πετύχουν. Δεν υπήρξε ο πρώτος που έκανε αργόσυρτα πλάνα, δεν ήταν ο πρώτος που έκανε πλάνα σεκάνς, δεν ήταν ο πρώτος που μίλησε για την ιστορία της χώρας του με ελλειπτικούς και ποιητικούς τρόπους. Όμως κατάφερε να έχει μεγαλύτερη επιτυχία ακόμα κι από τους άξιους δασκάλους του (ο νους μου πηγαίνει στον Γιανκσό κι ας μη θυμάμαι -μπορεί όμως να κάνω λάθος- ποτέ τον Αγγελόπουλο να τον αναφέρει), έτσι ώστε να οικειοποιηθεί στα μάτια του παγκόσμιου κοινού μια κινηματογραφική γλώσσα που θα μείνει για πάντα συνδεδεμένη με το όνομά του.
Ναι, ο Αγγελόπουλος κέρδισε τελικά και τον σεβασμό των ομοεθνών του, τον σεβασμό μιας πατρίδας που γίνεται όλο και πιο αντιπνευματική, όλο και πιο υστερική, όλο και πιο αφηρημένη. Ο ίδιος δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει συμπαθής, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει persona grata, δεν του πήγαινε ο ρόλος του πατριάρχη που έχει άποψη για το καθετί. Την όποια μεγαλορρημοσύνη του την κράτησε μόνο για το έργο του, δεν την ξόδεψε για να γίνει εξώφυλλο στα περιοδικά.
**
Από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, ο καθένας μπορεί να διαλέξει ποιες του αρέσουν και ποιες όχι. Νομίζω όμως ότι είναι γενική η άποψη ότι το αριστούργημά του παραμένει εκείνος ο εκπληκτικός Θίασος, μια ταινία που σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο, όχι επειδή βρήκε στη συνέχεια μιμητές, αλλά επειδή θα μείνει για πάντα μία από τις δύο ή τρεις ταινίες που σχολίασαν εξαιρετικά, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, την ελληνική πραγματικότητα, την ελληνική ιστορία. Ο Θίασος δεν υπήρξε μόνο ένα έργο που έδειξε ότι ο δημιουργός του μπορούσε να χορέψει με κέφι στα μονοπάτια ενός καλοχωνεμένου μπρεχτισμού, αλλά και ένα έργο που συμφιλίωσε την αρχαιοελληνική παράδοση με τη σημερινή μας ευαισθησία. Από τον Θίασο και μετά, όποιος θελήσει να μιλήσει για την αντίσταση και τον εμφύλιο, για τον ηρωισμό και την προδοσία, για τη μνήμη και τη νοσταλγία, θα πρέπει να αναμετρηθεί με την εμβληματική εικόνα εκείνου του περιπλανώμενου θιάσου που στέκεται αμήχανος και με τις βαλίτσες στο χέρι μπροστά σε έναν παλιό σταθμό, ενώ ο χρόνος κυλάει αλλάζοντας τη μορφή μιας ολόκληρης χώρας.
(Και να μας συγχωρήσει ο Δημήτρης Δανίκας, αλλά δεν ήταν όλη η αριστερά που «υποδέχτηκε την ταινία με επικριτικά σχόλια», όπως έγραψε στα «Νέα» της περασμένης Τετάρτης. Αυτή που ποτέ δεν συμπάθησε τον Αγγελόπουλο ήταν -και είναι- εκείνο το κομμάτι της αριστεράς που ακόμα και σήμερα μένει θαμπωμένο από τη μαγεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Εκείνο το κομμάτι που θέλει την πολιτική στην τέχνη να μην είναι ποτέ υπαινικτική, αλλά να κραυγάζει, και να είναι, βεβαίως, πιστή στη γραμμή του κόμματος...).
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος διαμορφώθηκε ως κριτικός στις σελίδες της «Δημοκρατικής αλλαγής», της εφημερίδας της ΕΔΑ, η οποία δεν είχε τις κομματικές αγκυλώσεις που είχε η προδικτατορική «Αυγή». Οι κριτικές του λάτρευαν το γαλλικό σινεμά της Nouvelle Vague, και το αγγλικό του Free Cinema, ό,τι δηλαδή πιο φρέσκο και αντικομφορμιστικό είχε να επιδείξει η δεκαετία του '60 στον χώρο του κινηματογράφου.
Κι όμως, μια μεγάλη έκπληξη περίμενε όσους φαντάζονταν ότι η πρώτη του ταινία, ηΑναπαράσταση, θα θύμιζε Τρυφώ ή Γκοντάρ. Ο Αγγελόπουλος έδειξε ήδη από την αρχή ότι θα ακολουθούσε δικούς του δρόμους. Αυτά τα γκρίζα τοπία, αυτά τα άξεστα πρόσωπα, αυτές οι ερειπωμένες στάνες είχαν μια ειλικρίνεια που ανέτρεπε δεκαετίες ελληνικού σινεμά με φουστανέλες, βουκολικά δράματα και ψευδοϊστορικές βιογραφίες.
Και οι Μέρες του '36 και Οι κυνηγοί, ταινίες που ίσως δύσκολα βλέπει πια κανείς για να περάσει μια ευχάριστη βραδιά (κακά τα ψέματα, όλοι αλλοτριωμένοι είμαστε από αυτή την άποψη), αλλά που αποσπάσματά τους θα μείνουν για πάντα στη μνήμη μας - μια άδεια καρέκλα στο καταπράσινο λιβάδι, η Κοταμανίδου που κυλιέται στο πάτωμα ζώντας τον ερωτικό φιλοβασιλικό ερωτισμό της, τα καράβια που περνάνε με τα κόκκινα πανιά και το τραγούδι του Μίκη. Είναι η χρυσή εποχή του Αγγελόπουλου, η εποχή της πρόκλησης, η εποχή που τελειοποιεί το ύφος του τραβώντας μερικές φορές το σκοινί στα άκρα.
Είπαμε, γούστα είναι αυτά. Ο Μεγαλέξανδρος και το Ταξίδι στα Κύθηρα είχαν απίστευτης ομορφιάς πλάνα, αλλά το πολιτικό μήνυμα και των δύο ταινιών ήταν θαμπό, παρά τις ρητορικές εξάρσεις τους. Ο Μελισσοκόμος, πάλι, σίγουρα θα ήταν κατώτερος από ό,τι είναι αν δεν υπήρχε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι - κι εκείνο το υπέροχο αινιγματικό πρόσωπο της Νάντιας Μουρούζη.
Θα πρέπει κανείς να περιμένει το Βλέμμα του Οδυσσέα για να βρει την επόμενη μεγάλη ταινία του Αγγελόπουλου. Παρότι η κεντρική ιδέα της ταινίας ήταν δανεική (ο ξαπλωμένος Λένιν πάνω στη μαούνα θύμιζε εκείνο το καράβι του Μεντβέγιεφ με τη φάτσα του Μαρξ) λίγες ταινίες έδωσαν τη δεκαετία του '90, την απόγνωση και το κενό που άφησε πίσω του η κατάρρευση του «υπαρκτού» αλλά και τη σχιζοφρένεια ενός εμφύλιου πολέμου σαν τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Εδώ, οι ομίχλες, που τόσο άρεσαν στον Αγγελόπουλο, ξέφευγαν από οποιαδήποτε φορμαλιστική λειτουργία και, αγκαλιάζοντας το πεσμένο άγαλμα του κομουνιστή ήρωα, τον συνόδευαν αργά και τελετουργικά στην τελευταία του κατοικία - στα ντουλάπια της Ιστορίας. Μια ολόκληρη εποχή είχε τελειώσει και ο Αγγελόπουλος την περιέγραψε όσο ελάχιστοι στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
**
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τίμησε την πατρίδα του. Το όνομά του εκπροσώπησε τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό περισσότερο κι από τον «διεθνή» Μιχάλη Κακογιάννη. Το ελληνικό κράτος, είναι η αλήθεια, τον βοήθησε όσο μπορούσε, αν και χωρίς τις οικονομικές συνδρομές των ξένων παραγωγών ο Αγγελόπουλος δεν θα μπορούσε να γυρίσει ούτε τις μισές από τις ταινίες που γύρισε.
Μόνο που ο Αγγελόπουλος, παρά τα ελληνικά του θέματα, παρότι τις ταινίες του τις γύρισε στην Ελλάδα και παρότι συνέχισε μέχρι τέλους να έχει έδρα του -και πηγή έμπνευσης- την Ελλάδα, είναι μια φωτεινή εξαίρεση στο ελληνικό τοπίο: δεν υπήρξε ποτέ παιδί του ελληνικού κινηματογράφου, δεν υπήρξε συνεχιστής κάποιας προηγούμενης παράδοσης, υπήρξε ένας μοναχικός οδοιπόρος σε ένα τοπίο του οποίου τα όρια και τα σύνορα προσδιόρισε και χάραξε μόνος. Παρά τους στοχασμούς του γύρω από την ελληνική ιστορία, ο Αγγελόπουλος υπήρξε ένας Ευρωπαίος σκηνοθέτης, γι' αυτό ίσως και εκτιμήθηκε έξω περισσότερο από ό,τι εκτιμήθηκε εδώ.
Ο ξαφνικός θάνατος ενός γνωστού σε όλο τον κόσμο Έλληνα σκηνοθέτη θα ήταν έτσι κι αλλιώς οδυνηρός - ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο θάνατος τον γράπωσε σε ώρα δουλειάς, δηλαδή με όλες τις δυνάμεις του αφιερωμένες σε έναν δημιουργικό σκοπό. Όμως ο θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου φαντάζει ακόμα πιο άδικος και αδικαιολόγητος στις άσχημες στιγμές που ζούμε, και που τόση ανάγκη έχουμε από μια πνευματική ανάταση, από δημιουργικότητα, από αισιοδοξία.
Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του για το έργο του Αγγελόπουλου. Κι όλοι κατά καιρούς έχουμε κάνει κριτική σε κάποιο έργο του ή έχουμε δυστροπήσει με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του - τους αργούς ρυθμούς του, τις συχνά αβάσταχτες σιωπές του. Όλοι όμως επίσης έχουμε μείνει έκθαμβοι από την ομορφιά των εικόνων του, τη δύναμη της κινηματογραφικής του ματιάς, όλοι έχουμε αντιμετωπίσει τις ταινίες του με σεβασμό, ακόμα κι όταν δεν μας άρεσαν. Διότι ο Αγγελόπουλος είχε όλα τα χαρακτηριστικά του σπουδαίου καλλιτέχνη: την προσωπική ματιά, την ιδιαίτερη γλώσσα, την ικανότητα να αφουγκράζεται πράγματα που δεν αφουγκραζόμαστε όλοι, τον δημιουργικό οίστρο.
Ουδείς προφήτης στον τόπο του; Νομίζω πως αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή του. Σίγουρα τις πιο σημαντικές και εγκωμιαστικές κριτικές ο Αγγελόπουλος τις είχε στο εξωτερικό. Εκεί, στις μεγάλες αγορές του κόσμου, ο Αγγελόπουλος μπόρεσε να επιβάλει την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, τη δική του άποψη. Με μια επιτυχία που ελάχιστοι Έλληνες μπόρεσαν να πετύχουν. Δεν υπήρξε ο πρώτος που έκανε αργόσυρτα πλάνα, δεν ήταν ο πρώτος που έκανε πλάνα σεκάνς, δεν ήταν ο πρώτος που μίλησε για την ιστορία της χώρας του με ελλειπτικούς και ποιητικούς τρόπους. Όμως κατάφερε να έχει μεγαλύτερη επιτυχία ακόμα κι από τους άξιους δασκάλους του (ο νους μου πηγαίνει στον Γιανκσό κι ας μη θυμάμαι -μπορεί όμως να κάνω λάθος- ποτέ τον Αγγελόπουλο να τον αναφέρει), έτσι ώστε να οικειοποιηθεί στα μάτια του παγκόσμιου κοινού μια κινηματογραφική γλώσσα που θα μείνει για πάντα συνδεδεμένη με το όνομά του.
Ναι, ο Αγγελόπουλος κέρδισε τελικά και τον σεβασμό των ομοεθνών του, τον σεβασμό μιας πατρίδας που γίνεται όλο και πιο αντιπνευματική, όλο και πιο υστερική, όλο και πιο αφηρημένη. Ο ίδιος δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει συμπαθής, δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει persona grata, δεν του πήγαινε ο ρόλος του πατριάρχη που έχει άποψη για το καθετί. Την όποια μεγαλορρημοσύνη του την κράτησε μόνο για το έργο του, δεν την ξόδεψε για να γίνει εξώφυλλο στα περιοδικά.
**
Από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, ο καθένας μπορεί να διαλέξει ποιες του αρέσουν και ποιες όχι. Νομίζω όμως ότι είναι γενική η άποψη ότι το αριστούργημά του παραμένει εκείνος ο εκπληκτικός Θίασος, μια ταινία που σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο, όχι επειδή βρήκε στη συνέχεια μιμητές, αλλά επειδή θα μείνει για πάντα μία από τις δύο ή τρεις ταινίες που σχολίασαν εξαιρετικά, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, την ελληνική πραγματικότητα, την ελληνική ιστορία. Ο Θίασος δεν υπήρξε μόνο ένα έργο που έδειξε ότι ο δημιουργός του μπορούσε να χορέψει με κέφι στα μονοπάτια ενός καλοχωνεμένου μπρεχτισμού, αλλά και ένα έργο που συμφιλίωσε την αρχαιοελληνική παράδοση με τη σημερινή μας ευαισθησία. Από τον Θίασο και μετά, όποιος θελήσει να μιλήσει για την αντίσταση και τον εμφύλιο, για τον ηρωισμό και την προδοσία, για τη μνήμη και τη νοσταλγία, θα πρέπει να αναμετρηθεί με την εμβληματική εικόνα εκείνου του περιπλανώμενου θιάσου που στέκεται αμήχανος και με τις βαλίτσες στο χέρι μπροστά σε έναν παλιό σταθμό, ενώ ο χρόνος κυλάει αλλάζοντας τη μορφή μιας ολόκληρης χώρας.
(Και να μας συγχωρήσει ο Δημήτρης Δανίκας, αλλά δεν ήταν όλη η αριστερά που «υποδέχτηκε την ταινία με επικριτικά σχόλια», όπως έγραψε στα «Νέα» της περασμένης Τετάρτης. Αυτή που ποτέ δεν συμπάθησε τον Αγγελόπουλο ήταν -και είναι- εκείνο το κομμάτι της αριστεράς που ακόμα και σήμερα μένει θαμπωμένο από τη μαγεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Εκείνο το κομμάτι που θέλει την πολιτική στην τέχνη να μην είναι ποτέ υπαινικτική, αλλά να κραυγάζει, και να είναι, βεβαίως, πιστή στη γραμμή του κόμματος...).
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος διαμορφώθηκε ως κριτικός στις σελίδες της «Δημοκρατικής αλλαγής», της εφημερίδας της ΕΔΑ, η οποία δεν είχε τις κομματικές αγκυλώσεις που είχε η προδικτατορική «Αυγή». Οι κριτικές του λάτρευαν το γαλλικό σινεμά της Nouvelle Vague, και το αγγλικό του Free Cinema, ό,τι δηλαδή πιο φρέσκο και αντικομφορμιστικό είχε να επιδείξει η δεκαετία του '60 στον χώρο του κινηματογράφου.
Κι όμως, μια μεγάλη έκπληξη περίμενε όσους φαντάζονταν ότι η πρώτη του ταινία, ηΑναπαράσταση, θα θύμιζε Τρυφώ ή Γκοντάρ. Ο Αγγελόπουλος έδειξε ήδη από την αρχή ότι θα ακολουθούσε δικούς του δρόμους. Αυτά τα γκρίζα τοπία, αυτά τα άξεστα πρόσωπα, αυτές οι ερειπωμένες στάνες είχαν μια ειλικρίνεια που ανέτρεπε δεκαετίες ελληνικού σινεμά με φουστανέλες, βουκολικά δράματα και ψευδοϊστορικές βιογραφίες.
Και οι Μέρες του '36 και Οι κυνηγοί, ταινίες που ίσως δύσκολα βλέπει πια κανείς για να περάσει μια ευχάριστη βραδιά (κακά τα ψέματα, όλοι αλλοτριωμένοι είμαστε από αυτή την άποψη), αλλά που αποσπάσματά τους θα μείνουν για πάντα στη μνήμη μας - μια άδεια καρέκλα στο καταπράσινο λιβάδι, η Κοταμανίδου που κυλιέται στο πάτωμα ζώντας τον ερωτικό φιλοβασιλικό ερωτισμό της, τα καράβια που περνάνε με τα κόκκινα πανιά και το τραγούδι του Μίκη. Είναι η χρυσή εποχή του Αγγελόπουλου, η εποχή της πρόκλησης, η εποχή που τελειοποιεί το ύφος του τραβώντας μερικές φορές το σκοινί στα άκρα.
Είπαμε, γούστα είναι αυτά. Ο Μεγαλέξανδρος και το Ταξίδι στα Κύθηρα είχαν απίστευτης ομορφιάς πλάνα, αλλά το πολιτικό μήνυμα και των δύο ταινιών ήταν θαμπό, παρά τις ρητορικές εξάρσεις τους. Ο Μελισσοκόμος, πάλι, σίγουρα θα ήταν κατώτερος από ό,τι είναι αν δεν υπήρχε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι - κι εκείνο το υπέροχο αινιγματικό πρόσωπο της Νάντιας Μουρούζη.
Θα πρέπει κανείς να περιμένει το Βλέμμα του Οδυσσέα για να βρει την επόμενη μεγάλη ταινία του Αγγελόπουλου. Παρότι η κεντρική ιδέα της ταινίας ήταν δανεική (ο ξαπλωμένος Λένιν πάνω στη μαούνα θύμιζε εκείνο το καράβι του Μεντβέγιεφ με τη φάτσα του Μαρξ) λίγες ταινίες έδωσαν τη δεκαετία του '90, την απόγνωση και το κενό που άφησε πίσω του η κατάρρευση του «υπαρκτού» αλλά και τη σχιζοφρένεια ενός εμφύλιου πολέμου σαν τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Εδώ, οι ομίχλες, που τόσο άρεσαν στον Αγγελόπουλο, ξέφευγαν από οποιαδήποτε φορμαλιστική λειτουργία και, αγκαλιάζοντας το πεσμένο άγαλμα του κομουνιστή ήρωα, τον συνόδευαν αργά και τελετουργικά στην τελευταία του κατοικία - στα ντουλάπια της Ιστορίας. Μια ολόκληρη εποχή είχε τελειώσει και ο Αγγελόπουλος την περιέγραψε όσο ελάχιστοι στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
**
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τίμησε την πατρίδα του. Το όνομά του εκπροσώπησε τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό περισσότερο κι από τον «διεθνή» Μιχάλη Κακογιάννη. Το ελληνικό κράτος, είναι η αλήθεια, τον βοήθησε όσο μπορούσε, αν και χωρίς τις οικονομικές συνδρομές των ξένων παραγωγών ο Αγγελόπουλος δεν θα μπορούσε να γυρίσει ούτε τις μισές από τις ταινίες που γύρισε.
Μόνο που ο Αγγελόπουλος, παρά τα ελληνικά του θέματα, παρότι τις ταινίες του τις γύρισε στην Ελλάδα και παρότι συνέχισε μέχρι τέλους να έχει έδρα του -και πηγή έμπνευσης- την Ελλάδα, είναι μια φωτεινή εξαίρεση στο ελληνικό τοπίο: δεν υπήρξε ποτέ παιδί του ελληνικού κινηματογράφου, δεν υπήρξε συνεχιστής κάποιας προηγούμενης παράδοσης, υπήρξε ένας μοναχικός οδοιπόρος σε ένα τοπίο του οποίου τα όρια και τα σύνορα προσδιόρισε και χάραξε μόνος. Παρά τους στοχασμούς του γύρω από την ελληνική ιστορία, ο Αγγελόπουλος υπήρξε ένας Ευρωπαίος σκηνοθέτης, γι' αυτό ίσως και εκτιμήθηκε έξω περισσότερο από ό,τι εκτιμήθηκε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου