Του Χρήστου Ε. Μαυρόπουλου
Συλλογιέμαι
πως ίσως και να’ ναι μια Γερόντισσα κι η ίδια η ζωή!
Σαν κι αυτές του τόπου μου!
Και καθισμένη κάτω απ’το φεγγάρι, που άλλοτε γιομίζει
και άλλοτε λιανεύει, ξεπουπουλιάζει αγάλι – αγάλι παραμύθια και τα
ιστορεί με το δικό της τρόπο στην κάθε ανθρώπινη γενιά!
Και μοιάζουν όλα, Θεέ μου, τόσο ίδια κι απαράλλαχτα, που λες και
τα ξεπατικώνει σαν τα μικρά παιδιά!
Πώς αλλιώς να’ξηγήσω τα ιστορήματα της ζωής του ’41 μ’αυτά
του σήμερα, στα 2012!
Πείνα κι αράδες τότενες ανθρώπων στα συσσίτια..!
Αράδες και σήμερα στα συσσίτια και στα μπακάλικα αλληλεγγύης!
Και ο καταχτητής κι αυτός ακόμα ο ίδιος!!
Ο Δράκος του αιώνιου ιστορήματος, μόνο που τότενες ήρθε με όπλα,
κανόνια και μηχανών τα μουγκρητά, ενώ σήμερα με κούρσα, που αστράφτει
στον ήλιο, και κουστουμιάς το λίμπισμα, άσπρο κολλάρο και γραβάτα!
Και συ, φίλε μου, που με διαβάζεις,
άσε με, επίτρεψέ μου να σε παραμυθιάσω με τούτες τις αλήθειες, που, τελικά,
δεν τις χωράει με άλλον τρόπο το φεγγί μου!
Δεν τους μπορώ τους κακότροπους, φιλόδοξους και ανιστόρητους ανθρώπους,
που λαούς μονοσωριάζουν, για να γίνει το δικό τους!
Κι αν πήρα σήμερα απόφαση τούτο το σημείωμα να γράψω,
είναι γιατί με συνεπαίρνει ο αγώνας και η θυσία της Αραχωβίτισσας
Γερόντισσας, να ζήσει, να φροντίσει τη γενιά της, τα γεννήματά της,
προσφάγι ν’αφήσει και ελπίδα για τους κατοπινούς σε εποχές, όπου τα
“ ΒΙΛΑΕΤΙΑ” κυβερνιούνται από τρελλούς πολιτικούς!
Τότενες, που λες, στην εποχή του λυχναριού και της ασετυλίνης,
δεν είχαμε στο χωριό μας μπακάλικα αλληλεγγύης, μονέ ανθρώπους με μπέσα
και καρδιά!
Γυναίκες αρετοστολισμένες όλες, και πατριώτισσες καλές, με ανθρωπιά,
που αφήνανε τις πόρτες του σπιτιού τους πάντα ανοιχτές, με θέρμη, με χιονιά,
και να… λίγη μπομπότα για τα ορφανά, να… δυο μύγδαλα για το διακονιάρη,
μια αγάντα και δυο λόγια για τη χήρα, για το κοιλάρφανο ένα σκουτί,
αξιαζούμενες γυναίκες με την πρεμούρα πάντα, στην Παναγιά μια προσευχή!
Και οι Γερόντισσες…
Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι… Μαρμάρωσαν οι Γερμανοί, αντικρύζοντας
τα σπαθάτα τα κορμιά τους , ντυμένα με σεγκούνια, με βια να ανηφορίζουν
στου Αγκάρσιου τότενες τη σουρματαριά, τραβώντας για τη γιορτή τ’Αφέντη Άι – Γιώργη
ψηλά στην εκκλησιά!
Κείνα τα χρόνια μονάχα γέροντες και Γερόντισσες τιμούσαν τον Άι – Γιώργη
με την παραδοσιακή μας φορεσιά!
Θυμάμαι…Γερόντισσες στον ελαιώνα, οι μικρομάνες πίσω στο χωριό,
στο “ λιοβόηθο” , στη δουλειά, να κόβουν το ψωμί στο γόνατο, στα ίσα το κρεμμύδι,
τα βρεχτάρια, τις ελιές και το κρασί, και στο κατόπι : « Αγωνιάτε, να τελέψει η δουλειά,
τι έχει μουχτώσει ο ουρανός μην πιάσει και βροχή!»
Θυμάμαι την κυρά – Κοντύλω στον αργαλειό να υφαίνει, τη γριά – Θυμιώ να γνέθει
στη ρόκα το μαλλί , τη γιαγιά – Σοφούλα την πόρτα της στους Γερμανούς να κλείνει,
τη Λούσκαινα να ξεφορτώνει απ ’το ζο σακκιά εβδομηντάρια… ήθελε κότσια
κι αντρειά τότενες η δουλειά!
Τη Γερόντισσα Αγγέλω Επαμεινώντα Λαζαρή φέρνει ο νους μου, ιστορήματα
να ‘μολογάει στα παιδιά, στη γειτονιά, να τα ορμηνεύει, να τα σαγηνεύει,
και ότι που γλυκαίναν τα καημένα και κρέμονταν από τα χείλη της, στο άξαφνο
να τ’ αλαφιάζει με αυστηρή φωνή: « Έχετε το νου σας βρε, άντρες να γίνετε
μια μέρα, μ’ αγέρα και με λεβεντιά!»
Και πριν συχωρεθεί η καψερή, έτσι πως ήταν, σαν κέδρος στου βράχου την κορφή
ολομόναχη, ψυχοπονιάρα και πατριώτισσα καλή, το σπίτι της δώρησε στον ΕΡΥΘΡΟ
ΣΤΑΥΡΟ, για να’ χει το χωριό απάγγειο και γιατρό!
Πού να’ ξερε, η χλιβερή, πως σήμερα, που’χουν αλλάξει οι καιροί και οι
αρχοντοφαντασμένοι μας πολιτικοί, πως το σπίτι της και τ’ όνειρό της το καλότροπο
ερείπια θα γίνονταν, που τα’χουν πνίξει η αδιαφορία του ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
κι οι ανυπόταχτοι, θεόρατοι κισσοί!
Η ψηλόκορμη και λυγερή γριά – Κατίνα ξυπνάει στη θύμησή μου στον αργαλειό
να υφαίνει , κι η νύφη της κοντολογίς ‘τοιμόγεννη ν’ακούει τις ορμήνειες
και να’τοιμάζει του μικρού τα χρειασίδια!
Την κοτσονάτη και πάντα βιαστική Σταμούλα, τη μαμή, θυμάμαι, που
οι πιότεροι από μας αρχοντογεννηθήκαμε απ’τα χέρια της,
την έγνοια της, και των καιρών τα γιατροσόφια, που πανωπάλαμα μας έφερνε,
ώσπου να “ στρώσουν” τ’άντερά μας και να ξεπεταχτούμε σαν την καλή σπορά!
Ωραίες Αραχωβίτισσες της Κατοχής Γερόντισσες, ποια να πρωτοθυμηθώ
και ποια να πρωταφήσω!
Όλες αξιαζούμενες!
Αυτές βαστάξανε στις πλάτες τους την Εκκλησιά, και με αλογάριαστη αντοχή,
με υπομονή, με πείρα, με κότσια αντρίκεια και ψυχή, παρασταθήκανε, ορμήνεψαν
τις νιότερες, τους νιότερους, πώς να αντέξουνε στα βάσανα, στην πείνα, στο αίμα,
στη σκλαβιά, ώσπου να ξημερώσει η μέρα η καλή και να’ρθει πάλι η λευτεριά!
Ευχαριστούμε τον Λουκά Παπαλεξανδρή για την αποστολή του κειμένου και των φωτογραφιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου