Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Θεοφάνια -ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ-

Χαρούμενα, θριαμβευτικά και ἐλπιδοφόρα, τὰ Θεοφάνια ἢ Φῶτα κλείνουν τὸ Δωδεκαήμερο, πού «ἄνοιξε» τὴν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. Σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας γιορτάζονται πανηγυρικά μέσα ἀπὸ διάφορα ἤθη και ἔθιμα.

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γιορτή αὐτὴ κάλυπτε μαζί τὰ Χριστούγεννα και τὴν Πρωτοχρονιά.


Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ τριημέρου τῶν Φώτων (Ἁγιασμοῦ, Θεοφάνια, Ἁγίου Ἰωάννη) γιορτάζεται και μία ὑπολανθάνουσα λατρεία προς τὸ νερό. Τὰ νερά θεωρούνται παντού ἁγιασμένα. Κανεὶς πιὰ δεισιδαιμονικὸς φόβος ἀπὸ τὶς νύχτες και τὰ ξωτικά τοῦ χειμώνα.

Κατὰ τὰ Θεοφάνια φανερώθηκε ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεού, ἡ Ἁγία Τριάδα. Λέγονται ὅμως και «Φῶτα», γιατί κατὰ τὰ πρώτα χριστιανικά χρόνια, τὴν παραμονή τῶν Θεοφανίων βαπτίζονταν οἱ ὀπαδοὶ τῆς νέας θρησκείας. Ἡ ἀναζήτηση τῆς καθάρσεως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀντικατοπτρίζεται ἀκόμη και στις ἀρχαῖες θρησκείες.



Αὐτὴ τὴ μέρα ξεκινά και ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιὰ τοὺς καλικάντζαρους. Στις 5 Ἰανουαρίου, παραμονή τῶν Θεοφανίων, τὰ ἀερικά, τὰ παγανά, οἱ καλκάδες, οἱ γνωστοὶ σὲ ὅλους μας καλικάντζαροι, που ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους στον ἐπάνω κόσμο μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ Δωδεκαήμερου, ἐγκαταλείπουν τὶς ἐγκόσμιες ἀταξίες τους και ξαναγυρίζουν στο αἰώνιο ἔργο τους: Νὰ κόψουν τὸ δέντρο, που κρατάει τὸν κόσμο, ὥστε νὰ γκρεμιστεί και νὰ χαθεί, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους.

Στην ἀνατολικὴ Μακεδονία ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ἑορτασμὸς τῶν Θεοφανίων στη Δράμα μὲ πληθώρα ἐκδηλώσεων και δρώμενων. Σκοπός τοὺς εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τῆς καλοχρονίας, δηλαδὴ ἡ καλὴ ὑγεία και ἡ πλούσια γεωργικὴ και κτηνοτροφικὴ παραγωγή. Μαῦρες κάπες, δέρματα ζώων, μάσκες, κουδούνια και θόρυβοι, στάχτη και σταχτώματα, χοροὶ και ἀγερμοί, ἀναπαράσταση ὀργώματος και σπορᾶς, πλούσιο φαγοπότι και εὐχὲς ἐπιδιώκουν νὰ ἐπενεργήσουν στην καρποφορία τῆς φύσης.

Σὲ ἀπόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Δράμας βρίσκεται τὸ Μοναστηράκι, ὅπου κάθε χρόνο, στις 6 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, ἀναβιώνει τὸ ἔθιμο τῶν Ἀράπηδων. Ἔχει τὶς ρίζες του στην ἀρχαία ἑλληνικὴ θρησκεία και πιὸ συγκεκριμένα στις διονυσιακὲς τελετές, ἐνῶ ἔχει δεχτεί και χριστιανικὲς ἐπιρροές.

Οἱ Ἀράπηδες εἶναι μία ἐθιμικὴ παράσταση (δρώμενο) μὲ ἔντονα τὴν ὑπερβολή, τὸ μαγικὸ καὶ τὸ λατρευτικὸ στοιχείο, στὴν ὁποία συμμετέχουν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχής. Εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεταμφιέσεις τοῦ Δωδεκαημέρου (25/12-6/1) που γίνονται στο Νομὸ Δράμας και πιὸ συγκεκριμένα στο Μοναστηράκι, στο Βώλακα, στην Πετροῦσα, στον Ξηροπόταμο, στοὺς Πύργους και στην Καλὴ Βρύση.

Τὸ ἴδιο ἔθιμο συναντάμε ἐπίσης και στα χωριὰ Βώλακας, Πετροῦσα καὶ Ξηροπόταμος. Ἀναβιώνει ἐπίσης κάθε χρόνο και στη Νίκησιανη τοῦ Δήμου Παγγαίου στο νομὸ Καβάλας.

Στην Νέα Καρβάλη, ἀνατολικά της Καβάλας, κάθε χρόνο τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανίων ἀναβιώνουν τὰ «Σάγια», ἕνα ἔθιμο που τηρούνταν σὲ ὅλη τὴν Καππαδοκία.

Τὸ ἔθιμο ἀποτελεῖ μία τελετουργικὴ πράξη μὲ χορὸ και τραγούδι γύρω ἀπὸ ἀναμμένες πυρές.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ἔθιμα τῶν Θεοφανίων, τὰ «ραγκουτσάρια», ἀναβιώνει κάθε χρόνο στην πόλη τῆς Καστοριάς, ὅπου οἱ κάτοικοι μεταμφιέζονται γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ κακό.

Φοροῦν τρομακτικὲς μάσκες που ἔχουν συμβολικὸ χαρακτήρα και περιφέρονται στοὺς δρόμους κάνοντας ἐκκωφαντικοὺς θορύβους μὲ τὰ κουδούνια τους. Συνηθίζουν νὰ ζητούν ἀπὸ τὸν κόσμο τὴν ἀνταμοιβή τους, ἐπειδὴ ὅπως συνηθίζουν νὰ λένε εἶναι τὸ ἀντίτιμο γιὰ νὰ διώξουν τὰ κακὰ πνεύματα.

Τὸ «γιάλα – γιάλα» ἀναβιώνει στην Ἐρμιόνη τῆς Ἀργολίδας πάνω ἀπὸ 50 χρόνια. Ἀνάλογα ἔθιμα ἐπιβιώνουν και σὲ πολλὰ ψαροχώρια τῆς περιοχής, ὅπως στο Πόρτο Χέλι και τὴν Κοιλάδα.

Τὰ ξημερώματα τῶν Φώτων, τὰ ἀγόρια που πρόκειται τὴ νέα χρονιὰ νὰ παρουσιαστούν στο στρατό, συγκεντρώνονται, γευματίζουν ὅλοι μαζὶ και ἔπειτα γυρνούν σὲ ὅλα τὰ σπίτια τῆς περιοχής ἀπὸ σοκάκι σὲ σοκάκι, φορώντας παραδοσιακὲς ναυτικὲς φορεσιὲς και τραγουδώντας τὸ «γιάλα – γιάλα».

Τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων οἱ κάτοικοι στολίζουν τῆς βάρκες τους μὲ φοίνικες, νεραντζιὲς και μυρτιές, τὶς ὁποῖες δένουν στο λιμάνι πριν τὴν καθιερωμένη βουτιά.

Στην Λευκάδα τηρείται τὸ ἔθιμο «τῶν πορτοκαλιών». Οἱ πιστοὶ βουτούν στη θάλασσα τὰ πορτοκάλια που κρατοῦν στὰ χέρια τους και τὰ ὁποία εἶναι δεμένα μεταξύ τους μὲ σπάγκο.

Ἔπειτα τὰ παίρνουν στο σπίτι τους γιὰ εὐλογία και ἀφήνουν ἕνα ἀπὸ αὐτὰ γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στα εἰκονίσματα τοῦ σπιτιού. Πριν τὴν τελετή τῆς κατάδυσης τοῦ Τιμίου Σταυρού, ρίχνουν στη θάλασσα τὰ παλιὰ πορτοκάλια.

Σὲ ἄλλα νησιά, ὅπως τὴ Λέσβο, τὴν ὥρα που πέφτουν στη θάλασσα οἱ βουτηχτάδες γιὰ νὰ πιάσουν τὸν Σταυρὸ οἱ γυναίκες παίρνουν μὲ μία νεροκολοκύθα νερὸ ἀπὸ 40… κύματα. Ἔπειτα μὲ βαμβάκι που βουτούν σ΄ αὐτὸ καθαρίζουν τὰ εἰκονίσματα – χωρὶς νὰ μιλούν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διαδικασίας – και στη συνέχεια ρίχνουν τὸ νερὸ σὲ μέρος «ποὺ δὲν πατιέται» (σὲ χωνευτήρι ἐκκλησίας).

ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΑΛΜΩΠΙΑΣ

Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Φώτων ὁλοκληρώνονται οἱ γιορτὲς τοῦ Δωδεκαήμερου. Ἡ ἔκφραση τοῦ λαοῦ «κάθε Φῶτα καὶ Λαμπρὴ» εἶναι ἐνδεικτική της σπουδαιότητας τῆς γιορτής αὐτῆς. Ποιὰ ἦταν τὰ ἔθιμα τῶν Φώτων στοὺς Προμάχους και τὴ Σωσάνδρα

Τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων τὰ παιδιὰ τραγουδούσαν τὰ κάλαντα, ἐνῶ ἡ νηστεία τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἔχει σὰν σκοπὸ τὴν ψυχικὴ προετοιμασία τῶν πιστών. Ὁ παπὰς γύριζε μὲ τὸν σταυρὸ τὰ σπίτια τοῦ χωριού ραντίζοντας τὰ και ψέλνοντας. Οἱ νοικοκυρὲς τοῦ ἔδιναν χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας ἢ κρέας ἀπὸ τὸ γουρούνι, λουκάνικο ἢ σιτάρι.

Ἀνήμερα τὰ Φῶτα οἱ κάτοικοι τῶν δύο χωριων ἐκκλησιάζονταν γιορτάζοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστού. Στο τέλος της θείας Λειτουργίας γίνονταν δημοπρασία τῶν εἰκόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος πρότεινε τὰ περισσότερα χρήματα γιὰ κάθε εἰκόνα, ἐκεῖνος τὴν ἔπαιρνε και τὴν πήγαινε στο ποτάμι, ὅπου τὴν ἐπλένε μὲ τὸ ἁγιασμένο νερό. Ἡ πρώτη εἰκόνα που ἔβγαινε σὲ δημοπρασία ἦταν τοῦ Χριστού, ἡ δεύτερή του Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, τὴ μνήμη τοῦ ὁποίου τιμούσαν τὴν ἑπόμενη μέρα. Κάποιοι προτιμούσαν νὰ πάρουν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἐκείνου τοῦ ὁποίου ἔφεραν τὸ ὄνομα.

Στοὺς Προμάχους ρίχνουν τὸ σταυρὸ στην περιοχὴ «Μπιτσκία», ἐνῶ στὴ Σωσάνδρα στο ποταμάκι, που βρίσκεται κοντὰ στο γήπεδο. Στη συνέχεια παιδιὰ καὶ νεαροὶ ἔπεφταν στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πάρουν τὸ Σταυρό. Καθὼς ψέλνονταν τὸ «Κύριε ἐλέησον.. .» οἱ πιστοὶ παρακαλούσαν τὸ Θεό, νὰ γίνει τὸ γέννημα τοῦ ψωμιού και νὰ ὑπάρχει κρασί. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διαδικασίας αὐτῆς κάποια παιδιὰ κρατούσαν ἑξαπτέρυγα, ἐνῶ ὁ σημαιοστολισμὸς τῆς περιοχής συμβολίζει τὸν ἄρρηκτο δεσμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας και τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Πολλοὶ ἔφερναν κάποια εἰκόνα ἀπὸ τὸ σπίτι τους και τὴν «ἐπλεναν» μὲ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ ποὺ εἶχε ἁγιαστεῖ. Τὸ ἔθιμο τηρείται τώρα και στη Θεσσαλία και ἀντιστοιχεῖ στη συνήθεια τῶν ἀρχαίων νὰ «πλένουν» και νὰ ἐξαγνίζουν τὰ ξύλινα ἀγάλματα. Κάθε οἰκογένεια φρόντιζε ἐπίσης νὰ γεμίσει κάποιο μπουκάλι μὲ ἁγιασμένο νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι.

Ἀφοῦ προσκυνούσαν οἱ πιστοὶ τὶς εἰκόνες, ἐπέστρεφαν στην ἐκκλησία. Πριν τοποθετήσει στὴ θέση τῆς τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε πάρει ὁ καθένας μὲ τὴ δημοπρασία, ἔκανε τρείς φορὲς τὸ γύρο τῆς ἐκκλησίας μὲ τὴν εἰκόνα. Ἡ δημοπρασία τῶν εἰκόνων γίνεται ἀκόμα και σήμερα στα δύο χωριά.

Καθὼς γυρνούσαν ἀπὸ τὸ ποτάμι, ἔπαιρναν τρία-τρία στάχυα, ἔβρεχαν τὶς ρίζες τους και τὰ ἔδεναν στὰ δένδρα τοῦ κήπου, γιὰ νὰ ὑπάρχει καρποφορία. Ὅταν ἐπέστρεφαν στο σπίτι οἱ νοικοκυρὲς ράντιζαν μὲ τὸ ἁγιασμένο νερὸ τὸ σπίτι, τὸ ἀλέτρι, τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια και τὶς σοδειές. Τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας ἔπιναν ἁγιασμένο νερὸ ἀπὸ τὸ μπουκάλι που εἶχε γεμίσει ἡ νοικοκυρά.

Ὅποιος «ἐπίανε» τὸ σταυρό, τὸν ἀσπάζονταν και τὸν παρέδινε στον παπὰ και μαζὶ μὲ κάποιους φίλους του γύριζε στὴ συνέχεια σὲ ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριού, γιὰ νὰ ἀσπαστοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἁγιασμένο σταυρό.

Χαρακτηριστικὴ εἶναι και ἡ συνήθεια νὰ χορεύουν στην πλατεία τῶν χωριών ἄνδρες ντυμένοι τσολιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔπειτα γύριζαν στα σπίτια, ὅπου οἱ νοικοκυρὲς τοὺς ἔδιναν ὅ,τι ὑπῆρχε.

Τὸ μεσημέρι τρώγανε τὸ μικρὸ στομάχι τοῦ γουρουνιού μαγειρεμένο συνήθως μὲ φασολάδα στο τσουκάλι, ἐνῶ παλαιότερα τὸ ἔτρωγαν μὲ τραχανά.

Ἐντύπωση προκαλεί τὸ ἔθιμο που ἀναφέρουν κάτοικοι τῆς Σωσάνδρας: Οἱ νοικοκυρὲς φύλαγαν σὲ κάποιο δροσερὸ μέρος τοῦ σπιτιού ἕνα προϊὸν ἀπὸ τὸ καλοκαίρι -συνήθως καρπούζι- τὸ ὁποῖο ἔκοβαν τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων.

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Δωδεκαήμερου, ὅποιος ἤθελε νὰ κάνει μπάνιο ἢ νὰ πλύνει ροῦχα ἔπρεπε νὰ βάλει μέσα στο νερὸ ἕνα κλωνάρι βασιλικό, γιατί τὸ νερὸ δὲν εἶχε ἀκόμα ἁγιαστεῖ. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ τηρείται και σήμερα.

Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Φώτων ἔκλεινε ὁ κύκλος τῶν γιορτών τοῦ Δωδεκαήμερου, που εἶχαν πολλαπλὴ λειτουργία: Τόνωναν τὸ οἰκογενειακὸ και θρησκευτικὸ αἴσθημα, ἔδιναν χαρὰ γιὰ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴ χειμωνιάτικη στην ἀνοιξιάτικη περίοδο και ἀπέβλεπαν -μὲ τὴν τήρηση κάποιων συμβολικών ἐθίμων- στην ἐξασφάλιση τῆς καλῆς σοδειᾶς.

Ἔθιμα και θρησκευτικὲς τελετὲς τοῦ Τριημέρου τῶν Φώτων (Θεοφανίων)

Τὸ τριήμερό της παραμονῆς τῶν Θεοφανίων (5 Ἰανουαρίου), τῆς ἡμέρας τῶν Θεοφανίων (6 Ἰανουαρίου) και τῆς γιορτής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου (7 Ἰανουαρίου) ὀνομάζεται «τριήμερο τῶν Φώτων». Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τριημέρου λαμβάνουν χώρα στην Ἐκκλησία μᾶς διάφορες τελετὲς οἱ ὁποῖες, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἔθιμα τοῦ λαού μας, δημιουργούν ἕνα ἑορταστικὸ κλίμα.

Παραμονὴ τῶν Φώτων (5 Ἰανουαρίου)

Τὸ τριήμερο ξεκινᾶ μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν χριστιανῶν τὸ πρωὶ τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων. Στοὺς Ἱεροὺς ναοὺς ψάλλεται ἡ ἀκολουθία τῶν «Μεγάλων Ὡρῶν» καὶ κατόπιν λαμβάνει χώρα ὁ «Μεγάλος Ἁγιασμὸς» ποὺ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται μέσα στὸ ναό. Οἱ πιστοὶ ἀφοῦ πάρουν ἁγιασμὸ καὶ λάβουν τὸ ἀντίδωρο θὰ γυρίσουν στὰ σπίτια τους. Ἐκεῖ οἱ νοικοκυρὲς θὰ ἑτοιμάσουν τὸ νηστίσιμο φαγητὸ γιὰ τὸ μεσημέρι ἐνῶ τὰ παιδιὰ θὰ ξεχυθοῦν στὰ σπίτια, γνωστὰ καὶ μή, γιὰ νὰ ψάλουν τὰ κάλαντα τῶν Θεοφανείων. Οἱ γειτονιὲς θὰ γεμίσουν ἀπὸ γλυκὲς φωνοῦλες ποὺ ψάλλουν:

«Σήμερα τὰ φῶτα κι ὁ φωτισμός,

ἡ χαρὰ μεγάλη κι ὁ ἁγιασμός.

Κάτω στὸν Ἰορδάνη τὸν ποταμό,

κάθετ’ ἡ κυρά μας ἡ Παναγιά.

Ὄργανο βαστάει, κερὶ κρατεῖ,

καὶ τὸν Ἀϊ-Γιάννη παρακαλεῖ.

Ἀϊ-Γιάννη ἀφέντη καὶ βαπτιστή,

βάπτισε κι ἐμένα Θεοῦ παιδί.

Ν’ ἀνεβῶ ἐπάνω στὸν οὐρανό,

νὰ μαζέψω ρόδα καὶ λίβανο.»

Τὰ χριστιανικὰ σπίτια ὅμως δὲν θὰ ἐπισκεφθοῦν μόνο τὰ παιδιά. Εἶναι ἡ μέρα ποὺ ὁ Ἱερέας μὲ τὸν βοηθό του θὰ γυρίσει ὅλα τὰ σπίτια καὶ καταστήματα τῆς ἐνορίας γιὰ νὰ τὰ ἁγιάσει καὶ νὰ τὰ εὐλογήσει. Ὁ ἁγιασμὸς βρίσκεται μέσα στὸ «σικλί», ἕνα χάλκινο συνήθως δοχεῖο, ποὺ κουβαλάει ὁ βοηθὸς τοῦ Ἱερέα. Σὲ αὐτὸ βρέχει ὁ Ἱερέας τὴν «ἁγιαστούρα» του καὶ ραντίζει ὅλους τους χώρους τοῦ σπιτιοῦ ἢ τοῦ καταστήματος. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ παράδοση μᾶς θέλει τοὺς καλικάτζαρους νὰ τρέχουν φοβισμένοι καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὰ ἔγκατα τῆς γής…

«Φεύγετε νὰ φεύγουμε,

ἔφτασε ὁ τουρλόπαπας,

μὲ τὴν ἁγιαστούρα του.

Ὁ παπὰς μὲ ἁγιασμό,

οἱ χωριανοὶ μὲ τὸ «θερμό»
…λένε οἱ καλικάτζαροι καὶ χώνονται στὶς τρύπες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶχαν βγεῖ δώδεκα ἡμέρες πρίν.

Μόλις τελειώσει ὁ Ἱερέας τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σπιτιοῦ, ὁ νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στὸν βοηθό του. Παλιὰ συνηθίζονταν τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ ἦταν μεταλλικὰ κέρματα τὰ ὁποῖα ἔριχνε ὁ νοικοκύρης μέσα στὸ «σικλί», ὥστε νὰ ἁγιασθοῦν ἀκόμα καὶ τὰ λεφτά, ὅπως ἔλεγαν.

Ἀφοῦ ἁγιασθοῦν οἱ χῶροι τοῦ σπιτιοῦ ἔρχεται ἡ ὥρα νὰ μαζευτεῖ ἡ στάχτη ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ ἔκαιγε στὸ τζάκι τὸ «Δωδεκαήμερο», ἡ φωτιὰ δηλαδὴ ποὺ ξεκίνησε μὲ τὸ «Χριστόξυλο». Ἡ στάχτη αὐτὴ θὰ σκορπιστεῖ γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι, στοὺς στάβλους, ἀκόμα καὶ στὰ χωράφια ἀφοῦ ὅπως πιστεύεται διώχνει τὸ κακό.

Τὰ ἔθιμα τῆς ἡμέρας τελειώνουν ἀργὰ τὸ βράδυ ὅπου πιστεύεται ὅτι ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ τὰ μεσάνυχτα. Τὴν ὥρα ἐκείνη, λέει ἡ παράδοση, ὅποιος εὐχηθεῖ κάτι μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, αὐτὸ θὰ πραγματοποιηθεῖ. Ἀφοῦ κάναμε καὶ τὴν εὐχή μας (δὲν σᾶς λέω τί εὐχήθηκα ἐγὼ – πάει γρουσουζιὰ δὲν λένε;) ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πέσουμε γιὰ ὕπνο γιατί αὔριο πρωὶ πρωὶ θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Ξημερώνουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια…

Ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων (6 Ἰανουαρίου)

Ἡ γιορτινὴ αὐτὴ ἡμέρα ξεκινᾶ μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν πιστῶν. Στοὺς ναοὺς ψάλλετε, ὅπως καὶ τὴν προηγουμένη, ἡ ἀκολουθία τῶν «Μεγάλων Ὡρῶν». Στὴν συνέχεια ὁ Ἱερέας καὶ οἱ πιστοὶ θὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν ναὸ καὶ θὰ κατευθυνθοῦν στὸ σημεῖο ὅπου θὰ γίνει ἡ «κατάδυση τοῦ Σταυροῦ». Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι κάποιο λιμάνι, ποτάμι, πηγάδι, δεξαμενὴ ἢ ἁπλὰ μία ἐξέδρα στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας πάνω στὴν ὁποία, σὲ εἰδικὸ σκεῦος, θὰ γίνει ἡ τελετή. Οἱ καμπάνες σημαίνουν χαρμόσυνα καὶ ὁ Ἱερέας ρίχνοντας τὸν σταυρὸ στὸ νερὸ ψάλει:

«Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε,

ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις

τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοί,

ἀγαπητὸν σὲ Υἱὸν ὀνομάζουσα

καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς

ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.

Ὁ ἐπιφανεῖς, Χριστὲ ὁ Θεός,

καὶ τὸν κόσμον φωτίσας, δόξα σοί.»

Λευκὰ περιστέρια ἐλευθερώνονται καὶ πετοῦν στὸν οὐρανὸ ἐνῶ, ὅπου ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, πέφτουν στὰ νερὰ οἱ «βουτηχτάδες» γιὰ νὰ πιάσουν τὸν σταυρό. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ ὀνομάζεται «πιάσιμο τοῦ σταυροῦ», καὶ ὅποιος βρεῖ τὸν σταυρὸ πρῶτος θεωρεῖται ὅτι εἶναι τυχερὸς καὶ εὐλογημένος. Τὰ παλιότερα χρόνια, αὐτὸς ποὺ ἔβρισκε τὸν σταυρό, τὸν γυρνοῦσε στὰ σπίτια τῆς ἐνορίας μαζεύοντας χρήματα ποὺ εἴτε κρατοῦσε ὁ ἴδιος εἴτε ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ἀναμφίβολα οἱ πιὸ λαμπρὲς τελετὲς «κατάδυσης τοῦ Σταυροῦ» εἶναι αὐτὲς ποὺ λαμβάνουν χώρα στὰ λιμάνια. Ἰδιαιτέρως λαμπρὴ εἶναι αὐτὴ στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ὅπου παρίστανται ἡ θρησκευτική, πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἡγεσία τῆς πατρίδας μας. Μπροστὰ ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, στὸν Πειραιά, ρίχνεται ὁ σταυρὸς στὴν θάλασσα ἐνῶ οἱ «κόρνες» ἀπὸ στρατιωτικὰ πλοῖα «χαιρετίζουν» τὸν Ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων.

Ἡ γιορτινὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἡμέρας ἐπιβάλει καὶ ἕνα ἀνάλογο φαγητὸ στὸ μεσημεριανὸ τραπέζι. Συνηθίζεται αὐτὸ τὸ φαγητὸ νὰ εἶναι χοιρινὸ ἐνῶ σὲ μερικὲς περιοχὲς τὸ φαγητὸ συνοδεύει ἕνα εἰδικὸ ψωμὶ ποὺ ὀνομάζεται «φωτίτσα».

Τὰ ἔθιμα ὅμως τῆς ἡμέρας δὲν σταματοῦν ἐκεῖ. Σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας, οἱ χριστιανοὶ παίρνουν τὶς εἰκόνες ποὺ ἔχουν στὰ σπίτια τους καὶ τὶς πλένουν σὲ ποτάμια. Τὸ ὄμορφο αὐτὸ ἔθιμο ὀνομάζεται «πλύσιμο τῶν εἰκόνων». Ἐπίσης ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων, τὸ ἀπόγευμα, σὲ πολλὰ χωριὰ οἱ κτηνοτρόφοι καὶ οἱ γεωργοί, ραντίζουν μὲ ἁγιασμὸ τοὺς στάβλους καὶ τὰ χωράφια τοὺς ἀντίστοιχα. Ἔτσι τελειώνει καὶ ἡ δεύτερη ἡμέρα τοῦ «τριημέρου τῶν Φώτων».

Ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Πρόδρομου (7 Ἰανουαρίου)

Ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ «τριημέρου τῶν Φώτων» εἶναι μία, ἡ πιὸ λαμπρή, ἀπὸ τὶς ἕξη ἡμέρες τοῦ ἔτους ποὺ ἔχει ἀφιερώσει ἡ Ἐκκλησία μας στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο ἢ Βαπτιστή. Ἡ ἡμέρα ξεκινᾶ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν ἐκκλησιασμό. Στοὺς ναούς, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἀκούγεται τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου:

«Μνήμη δίκαιου μετ’ ἐγκωμίων

σοὶ δὲ ἀρκέσει ἢ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε,

ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος,

ὅτι καὶ ἐν ρείθροις βαπτίσαι, κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον,

Ὅθεν της ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὔηγγελιοω, καὶ τοῖς ἐν Ἄδει,

Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί,

τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου,

καὶ παρέχοντα ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.»

Τὸ πιὸ διαδεδομένο ἔθιμο τῆς ἡμέρας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ «βρέξιμο» τῶν νιόπαντρων ζευγαριῶν. Αὐτὸ τὸ ἔθιμο θέλει νὰ ὁδηγοῦνται τὰ νιόπαντρα ζευγάρια στὴν παραλία μὲ συνοδεία μουσικῆς. Ἐκεῖ σπρώχνονται ἀπὸ τοὺς παριστάμενους στὴν θάλασσα οἱ ὁποῖοι τοὺς εὔχονται νὰ ζήσουν καὶ νὰ ἀποκτήσουν παιδιά.

Ἔτσι γιορτάζεται τὸ «τριήμερο τῶν Φώτων» στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ στὸ ἐξωτερικό, ὅπου ὑπάρχουν Ἕλληνες ποὺ κρατοῦν τὶς Ἑλληνικὲς παραδόσεις. Παραδόσεις ποὺ πρέπει ὅλοι νὰ συμβάλουμε στὴν συνέχισή τους, τόσο γιατί ὀφείλουμε νὰ διατηρήσουμε τὴν ταυτότητα μᾶς ὅσο καὶ γιατί μὲ αὐτὲς οἱ γιορτινὲς μέρες ὀμορφαίνουν καὶ γίνονται μοναδικές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

συνολικες επισκεψεις