Από τα Σάλωνα των δηµοτικών και τα βουνά των λαϊκών τραγουδιών µέχρι τους µεταµοντέρνους στίχους του 2000, η φύση οργιάζει στους ελληνικούς στίχους.
Με αφορµή την Παγκόσµια Ηµέρα για την Προστασία του Περιβάλλοντος, το «Νσυν» γράφει ένα φανταστικό CD µε δέκα «πράσινα» κοµµάτια.
1. ΤΣΑΜΙΚΟΣ
Να ‘µουν ελιά στα Σάλωνα και κλήµα στη Βελίτσα, / να ‘µουν και στην Αράχοβαδραγάτης στα κορίτσια.
/Τ’ ακούτ’ Αραχοβίτισσες κι Αραχοβιωτοπούλες; /Το Μάη κρασί µην πίνετε κι όξω µην κοιµηθήτε. /Το µάθαν δυο ζουρλά παιδιά και περπατούν τις νύχτες. / Σέρνουν ψωµί για τα σκυλιά, κρέας για τα λιοντάρια, / σέρνουν και υπνοβότανο υπνώνουν τα κορίτσια… Ένα µόνο δείγμα από τη δηµοτική παράδοση, όπου η φύση συµµετέχει µε όλες τις δυνάµεις της – κυριολεκτικά και µεταφορικά – στις σεξουαλικές νευρώσεις γονέων και τέκνων. Στο απόσπασµα, οι εφηβικές φαντασιώσεις («δραγάτης στα κορίτσια») καµουφλάρουν, χωρίς αποτέλεσµα, το πιο βασικό ένστικτο. Τ’ ακούτε Αραχοβίτισσες;
2. «ΠΥΡΟΣΒΕΣΗ»
Τα βουνά µε τις χωρίστρες /της πυρόσβεσης /µε το ξύρισµα της άµεσης /τηςπρόσβασης /(…) /Τα νερά µε τα φαρµάκια /απ’ τα λιπάσµατα /φαρµακώσανε της πλάσης /τόσα πλάσµατα /Τα νερά τα πικραµένα / κάποιοι τα ‘χουν τοκισµένα /που παλιά πολύ /τους λέγαµε αποβράσµατα Οταν η Λίνα Νικολακοπούλου είναι καλή, είναι πολύ καλή. Αλλά όταν είναι κακιά, είναι καλύτερη. Ο δίσκος «Οπωσδήποτε παράθυρο» – απ’ όπου η «Πυρόσβεση» – κρύβει στιχουργικά πυροτεχνήµατα που θα έδιωχναν ακόµη και τους «Αγανακτισµένους» απ’ την Πλατεία Συντάγµατος. Οι στίχοι πλέουν σε πελάγη µεταµοντέρνας ευτυχίας και η γενιά του Χρηµατιστηρίου βρίσκει τον δάσκαλό της, επειδή τοκίζει «τα νερά τα πικραµένα».
3. «ΤΟ ΠΕΡΑΜΑ»
«Τη µέρα που ήρθα και σε βρήκα κάτω στο Πέραµα µε τους γέρους/ στη θάλασσανα βρίζεις την κάµαρα που σε γέννησε και τον Ξέρξη. / Στάθηκα δίπλα σου και σου είπα τα κεραµίδια θα γίνουνε τσιµέντο/ τα ξύλα θα γίνουνε πέτρες/ η αγάπη θα γίνει χρήµα».
Σεστίχουςτου Γιώργου Χρονάκαι µουσικήτου Γιάννη Μαρκόπουλου, η Βίκυ Μοσχολιούερµηνεύει εν έτει 1975(στονδίσκο «Ανεξάρτητα») την αγωνία για την επέλαση του τσιµέντου. Με µπόλικο µεταπολιτευτικό οίστρο και απλοϊκές εικόνες για την αντικατάσταση τουπαλιού κόσµου, τοτραγούδι ανεβαίνει κλίµακα χάρη στην ερµηνεία της Μοσχολιού, η οποία αλλάζει πολλά «πουκάµισα» µέχρι να βγάλει τη στροφή.
4. «ΤΙ ΝΑ ΠΩ»
Τι να πω σε µια πόλη µε καπνούς και τσιµέντα, / τα κοµπιούτερ δε λένε για αγάπη κουβέντα. /Τι να πω; / Τι να πω, Παναγιά µου, στης αυλής το παιδί που φεγγάρι τ’ Αυγούστου δεν µπορεί πια να δει;
Πάνω στο γύρισµα του 1970 η Χάρις Αλεξίου ερµηνεύει έξω καρδιά Μάνο Λοΐζο («Γύφτισσα τον εβύζαξε», «Τέλι τέλι τέλι», «Ο φαντάρος») και προετοιµάζει το έδαφος για την πιο µαζική στιγµή της καριέρας της. Εννιά από τα δώδεκα «Τραγούδια της Χαρούλας» υπογράφειο Μανώλης Ρασούλης και τρία ο Πυθαγόρας. Σε ένα από αυτά, το «Τι να πω;», επανέρχεται ο κοινωνικός προβληµατισµός που θα στιγµατίσει ολόκληρη την περίοδο της Μεταπολίτευσης µε εικόνες από τις χαµένες αυλές και τα φεγγάρια που χάνονται.
Για έναν βετεράνο του είδους, όπως ο Πυθαγόρας, η λέξη κοµπιούτερ είναι µια µικρή έκπληξη εν έτει 1979 και µε τον τρόπο της ανοίγει τον δρόµο για ανάλογες στιχουργικές ακροβασίες. Το 1992, ο ∆ηµήτρης Μητροπάνος τραγουδάει το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» και ο Φίλιππος Γράψας κάνει ξανά… χρήση της τεχνολογίας: «Αφού στον Ολυµπο οι Θεοι τ’ αποφασίσανε/ δώσαν στο κρύο τα κλειδιά κι αυτοκτονήσανε/ µόνη ξυπνά µόνη κοιµάται τώρα η µέρα/ µε µηχανάκι µε κοµπιούτερ και φλογέρα».
5. «ΣΤΑ ΚΑΜΕΝΑ»
Ελα να πάµε στα καµένα / στον Υµηττό και στην Αυλώνα /πουλιά και πεύκασυλλογίσου /ενός καµένου παραδείσου /δέντρα που ήτανε φαντάσου /και στησκιά τους ξεκουράσου Μεπρόσφατητηνεπιτυχία του «∆ιδυµότειχου blues»οΛαυρέντης Μαχαιρίτσας κυκλοφορεί το 1993 τον δίσκο «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα», απ’ όπου και το «ρεπορτάζ» στου Υµηττού την ολόµαυρη ράχη. Ολόκληρο το κοµµάτι τιτλοφορείται «Στα καµένα» και τους στίχους υπογράφει ο Μιχάλης Γκανάς. Την ίδια χρονιά ο Ορφέας Περίδης κυκλοφορεί ως «Ροµπέν των καµένων δασών».
6. «Η ΕΛΛΑ∆Α ΤΑΞΙ∆ΕΥΕΙ»
Στους εθνικούς σου δρόµους /λάστιχα σκασµένα και ζώα σκοτωµένα. /Στουκράτους σου τους νόµους όνειρα κλεµµένα, χαρτιά σηµαδεµένα. /(…) /Πού ‘ναι το φως σου το κρυµµένο, αυτό που χρόνια περιµένω; /Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις µόνο για λίγο ξαποσταίνεις. / Αντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουµε µείνει πάλι µόνοι. /Τα µαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρηµάδια, σκυλάδικα, σκοτάδια…
Ο Γιώργος Ανδρέου χρησιµοποιεί εικόνες από µια διαδροµή µε τ’ αυτοκίνητο, στίχους των ∆. Σολωµού («µόνο για λίγο ξαποσταίνεις») και Τσιτσάνη («Τα µαγικά σου βράδια») για να περιγράψει µε σοφιστικέ ύφος την Ελλάδα του µέλλοντός του. Οπως πάντα, ο πολύς νατουραλισµός βλάπτει τον στίχο.
7. «Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ»
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια µέντα /κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάµινο / τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιµέντα /και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάµινο. /Κοιµήσου Περσεφόνη /στην αγκαλιά της γης /στου κόσµου το µπαλκόνι /ποτέ µην ξαναβγείς. /Εκεί που σµίγανε τα χέρια τους οι µύστες /ευλαβικά πριν µπουν στο θυσιαστήριο /τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες /καιτο καινούργιο πάν’ να δουν διυλιστήριο. (…) /Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία / κι ήταν ευχή του κάµπου τα βελάσµατα /τώρα καµιόνια κουβαλάν’ στα ναυπηγεία / άδεια κορµιά σιδερικά παιδιά κι ελάσµατα.
Το φλας µπακ του Νίκου Γκάτσου στη γη της Ελευσίνας – από την εποχή των µυστηρίων µέχρι τα διυλιστήρια – είναι το πέρασµα σε µιανέα Ελλάδα, πουδεν µπορείνα κρύψει τα χούγια του παρελθόντος («χωριάτες παζαρεύουν τα τσιµέντα») και το κακοχωνεµένο φολκλόρ («πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες»). Στο πέρασµα των δεκαετιώντο κοµµάτι από τα «Παράλογα» (1976) αντέχει, κυρίως επειδή ο λυρισµός τουΜάνου Χατζιδάκι επιβάλλε ται στη νοσταλγική καρτποστάλ του Γκάτσου. Ο «παιχνιδιάρικος» πρώτος στίχος παραµένει µέχρι σήµερα κλασικός και έχει αυτονοµηθεί δίκην σλόγκαν.
8. «ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ NTI NTI TI»
Το Ντι-ντι-τί, το Ντι-ντιτί, /είναι φάρµακο πολύ εξαιρετικό/µας το ‘στειλε ο Τρούµαν απ’ την Αµερική, /το φάρµακο που λέµε Ντι-ντι-τί…
Οι συνήθεις ύποπτοι «Χειµερινοί κολυµβητές» υπονοµεύουν την οικολογική θρηνωδία µε ρετρό εικόνες της ελληνικής υπαίθρου στο «Φάρµακο ντι-τι-τι» (2009). Είναι µια συνήθεια που κρατάει από τους «∆ακοκτόνους» του 1991: «Μεταφορείς και ψεκασταί, αρχιεργάτες, γεωπόνοι/ όλοι εµείς οι δακοκτόνοι, /είµαστε δολοφόνοι/Υπάρχουν µεγαλύτεροι εχθροί για την ελιά/µ’ απ’ όλους ασπονδότεροι είν’ όλα τα πουλιά. /Γιατί λοιπόν σαν πιάνουµε, τσίχλες και µαυροπούλια/ µας κυνηγούν οι δασικοί, ώς που να βγει η πούλια.
9. «Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ»
Με τη φετινή πληµµύρα, βρε/ Ορη και βουνά επήρα /Είδα µάνα να φωνάζει, βρε /Και βαριά να ανεστενάζει /(…) / Με παράσυρε το ρέµα, βρε / Μάνα µου δεν είναι ψέµα /…
Μόλις βγήκα στη στεριά / ∆υο παιδιά και µια γριά /Σ’ ένα δένδρο ανεβασµένοι, βρε /Εγλιτώσαν οι καηµένοι /Περιστέρι και Μοσχάτο, βρε /τα κάν’ όλα άνω κάτω /Καµίνια και Αγια Σωτήρα, βρε /Τα ‘πνιξ’ όλα η πληµµύρα Τα σχόλια είναι περιττά για τον συνθέτη που έγραψε: «Τα µατόκλαδά σου λάµπουν σαν τα λούλουδα του κάµπου» και «Μ’ έστελν’ η µανούλα µου, σχολειό µου να πηγαίνω/ κι εγώ τραβούσα στο βουνό, µε µάγκες να φουµέρνω».
10. BONUS TRACK: ΚΑΒΑΦΗΣ
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο. / Θάλασσας του πρωιού κιανέφελου ουρανού /λαµπρά µαβιά, και κίτρινη όχθη·/όλα ωραία και µεγάλα φωτισµένα. /Εδώ ας σταθώ. /Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά / (τα είδ’ αλήθεια µια στιγµή σαν πρωτοστάθηκα)· /κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες µου, /τες αναµνήσεις µου, τα ινδάλµατα της ηδονής.
Εναςαπότουςσηµαντικότερους δίσκους του 1975,η «Τετραλογία» του ∆ήµου Μούτση, περιέχει µελοποιηµένο Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσο και Καβάφη.
Τη «Θάλασσα του πρωιού» του Αλεξανδρινού ερµηνεύει εκεί ο Χρήστος Λεττονός. Ο Σεφέρης και ο Ρίτσος, ειδικότερα, είναι ήδη από το 1960 η µεγάλη δεξαµενή απ’ όπου αντλούν οι συνθέτες _ µε διαφορετικές ευαισθησίες ο καθένας. Ενώ ο Μούτσης µελοποιεί το «Μετά την ήττα» του Ρίτσου («Υστερα από την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός ποταµούς…»), ο Μίκης Θεοδωράκης επιλέγει την προηγούµενη χρονιά την «Πράσινη µέρα» στα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»: «Πράσινη µέρα λιόβολη/ καλή πλαγιά σπαρµένη/ κουδούνια και βελάσµατα/ µυρτιές και παπαρούνες. /Η κόρη πλέκει τα προικιά/ κι ο νιος πλέκει καλάθια/ και τα τραγιά γιαλό γιαλό βοσκάνε τ’ άσπρο αλάτι».